Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Νίκος Καββαδίας «Πούσι»


                                                        Νέα Ελληνικά, ΟΕΔΒ, σελ 242


Γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας από γονείς Κεφαλονίτες και υπηρέτησε στο εμπορικό ναυτικό ως ασυρματιστής. Η πρώτη του συλλογή με τον τίτλο Μαραμπού (1933) προκάλεσε έντονη εντύπωση και θετικά σχόλια στους πνευματικούς κύκλους για τη νέα αίσθηση που έφερνε η  αυτή ποίηση με τους ναυτικούς όρους, τα μακρινά λιμάνια και τη γοητεία της περιπέτειας. Άλλες συλλογές: Πούσι (1947), Τραβέρσο (1975) και το πεζό Βάρδια (1954).

Το ποίημα γράφτηκε το 1940 και έδωσε τον τίτλο στη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1947. Θαλασσινός ποιητής και ναυτικός στο επάγγελμα ο Καββαδίας, μας έδωσε ποιήματα με τις εμπειρίες του από τη ζωή της θάλασσας.



Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία? θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.



Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες·
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.

Λεξιλόγιο:
πούσι: αχλή, καταχνιά.
σαλαμάστρα: σκοινί πλοίου (ιταλ. λέξη, ναυτ.).
Port Pegassu: (Πορτ Πεγκάσσου)· πρόκειται για τον κόλπο του Πηγάσσου στη Ν. Ζηλανδία.
καδένα: αλυσίδα, εδώ του πλοίου.
αντένα: κεραία. Στα πλοία, το ξύλο που κρέμεται στη μέση του ιστού.
αλάργα: μακριά.
Τοκοπίλα: λιμάνι στη Β. Χιλή.
περισκόπιο: οπτική συσκευή με φακούς και πρίσματα που χρησιμοποιείται από τα υποβρύχια όταν βρίσκονται σε κατάδυση για την παρατήρηση του ορίζοντα.
τορπίλα: βλήμα που εξακοντίζουν τα πολεμικά πλοία και τα υποβρύχια. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να χτυπούν τα εμπορικά πλοία.
Εβρίδες: μικρά νησιά στα δυτικά της Σκωτίας. Εδώ πρόκειται για τις Νέες Εβρίδες, στην Αυστραλία.

Ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιτής των ναυτικών, καταγράφει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί που πραγματοποιούν μεγάλα ταξίδια, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην μοναξιά αλλά και στον φόβο που βιώνουν. Η ανάγκη να βρεθεί, λοιπόν, μια παρηγοριά για να αντιμετωπιστούν τα αισθήματα αυτά είναι μεγάλη. 

Στ.1-4

Η ομίχλη είναι έντονη, τόσο έντονη που καλύπτει σχεδόν τα πάντα. Το ταξίδι γίνεται επικίνδυνο, αφού το φαρόπλοιο δεν έχει τη δύναμη να φέξει και να φανερώσει τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Η ορατότητα λόγω της ομίχλης είναι ελάχιστη, κάτι που κάνει το ποιητικό υποκείμενο να ανησυχεί σε τέτοιο βαθμό που η μόνη λύση και παρηγοριά του είναι η εμφάνιση ενός οράματος. Μια γυναικεία παρουσία, απόρροια του φόβου, της μοναξιάς και της ανησυχίας του κάνει την εμφάνιση της για να τον δει. Η εμφάνιση αυτή της γυναίκας είναι απόλυτα δικαιολογημένη, αφού αποτελεί τη μόνη ευκαιρία να ανακουφίσει το ποιητικό υποκείμενο την αγωνία του.


Στ.5-8

Η οπτασία της αγαπημένης γυναίκας εμφανίζεται να φορά κατάλευκα ρούχα. Χρώμα που παραπέμπει σε κάτι το απόκοσμο και επιτείνει την μυστηριακή αυτή ατμόσφαιρα. Ο ποιητής, αποκομμένος απο την πραγματικότητα, παρουσιάζεται να πλέκει πλεξίδες τα μαλλιά της γυναίκας, μια πράξη τρυφερότητας, που δεν απομακρύνει όμως τον ναυτικό από τη ναυτική ζωή, αφού το είδος της πλεξίδας που επιλέγει είναι στη μορφή που έχει το σχοινί του πλοίου, απόδειξη ότι θέλει έστω και προσωρινά να επιστρέψει στην γαλήνια ζωή του. 
Η αναφορά στο Port Pegassu, μας βοηθά να επανέλθουμε στην πραγματικότητα αφού μπορούμε να τοποθετήσουμε το πλοίο στη Νέα Ζηλανδία.

Στ. 9-12

Οι εναλλαγές στα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου συνεχίζονται. Αρχικά, ο ποιητής νιώθει ευτυχισμένος αφού βρίσκεται μαζί με τη γυναικεία παρουσία. Όμως η παρουσία του θερμαστή που -μην έχοντας καταλάβει τι συμβαίνει με τον ποιητή- ξεκουράζεται απλώνοντας τα πόδια του πάνω στις αλυσίδες του πλοίου, του δημιουργούν αισθήματα καχυποψίας, καθώς θεωρεί ότι ο θερμαστής τους παραμονεύει, για να φανερώσει σε όλους την παρουσία της γυναίκας, ώστε να τους στερήσει την ευτυχία. Λίγο πριν κλείσει η στροφή επανέρχονται στον ποιητή αισθήματα τρυφερότητας και φροντίδας προς τη γυναίκα, αφού την συμβουλεύει να μην κοιτά την κεραία του πλοίου,όπου απλώνουν τα πανιά, για να μη ζαλιστεί.
  
Στ. 13-16

Με μια ρεαλιστική σκηνή ξεκινά αυτή η στροφή, όπου ο λοστρόμος καταριέται τον καιρό που είναι τόσο άσχημος και δυσκολεύει το ταξίδι τους. Ένα ταξίδι αρκετά μακρύ, αφού το πλοίο βρίσκεται στη Νέα Ζηλανδία και έχει ως προορισμό το λιμάνι της Τοκοπίλα, στη Βόρεια Χιλή. Ακολουθεί μια προσωπική του σκέψη με την οποία  φανερώνει τον φόβο του. Ένας φόβος, όμως, που δεν προκύπτει από το ταξίδι αλλά κυρίως από την επίγνωση πως οι δυνάμεις του Άξονα  (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) δε θα δίσταζαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου να χτυπήσουν ακόμα και εμπορικά πλοία, προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους, πλήττοντας την οικονομική δραστηριότητα των αντιπάλων τους. Ο ποιητής βιώνοντας όλη αυτή την ανησυχία και την ανασφάλεια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα προτιμούσε τον θάνατο παρά αυτή την ψυχοφθόρα κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Καλύτερα "περισκόπιο και τορπίλα", δηλαδή τορπιλισμός από εχθρικό υποβρύχιο παρά η αβεβαιότητα του θανάτου.

Στ. 17-20

Με την τελευταία αυτή στροφή,ο ποιητής στρέφεται προ την αγαπημένη του και της ζητά να φύγει. Θεωρεί πως δεν της αξίζει αυτή η διαρκής αβεβαιότητα. Της αξίζει η "στέρεα γη". Της αναφέρει μάλιστα ότι όταν εκείνη ήρθε να τον δει, αυτός ήταν ήδη νεκρός. Χίλια μίλια μακριά από τις Νέες Εβρίδες. Εξετάζοντας αυτή τη δήλωση κυριολεκτικά, η συνομιλία αποκτά μια επιπρόσθετη μυστηριακή και απόκοσμη αίσθηση, αφού φανερώνει ότι η συζήτηση διεξάγεται ενώ ο ποιητής έχει ήδη πνιγεί. Εξετάζοντας την, όμως, μεταφορικά, καταλαβαίνει κανείς ότι ο ποιητής αναφέρεται στο γεγονός ότι μέσα σ'αυτήν την αβεβαιότητα έχει χάσει τον εαυτό του, ο παλιός εαυτός του έχει χαθεί. Δεν θέλει να έχει πια επαφές με τα αγαπημένα του πρόσωπα για να τα προστατεύσει από τον επικείμενο θάνατό του. Ο φόβος που έχει φωλιάσει για τα καλά μέσα του τον έχει κάνει να συμφιλιωθεί με τον θάνατο, να αποβάλει τις ευαισθησίες του και τα συναισθήματα του παρελθόντος. Ο ποιητής είναι πλέον ένας μελλοθάνατος και ο άνθρωπος που ήρθε να δει η αγαπημένη του δεν υπάρχει πια.


Ακούστε το εδώ

Βιβλιογραφία: 
 Αργυρίου Αλεξ., «Καββαδίας Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
Στεργιόπουλος Κώστας (επιμέλεια), «Νίκος Καββαδίας», Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ. 514-517. Αθήνα, Σοκόλης, 1980.
 Χουρμούζιος Αιμίλιος, Κριτική για το Πούσι, Νέα ΕστίαΜΒ΄, 15/8/1947, αρ.483, σ.1018. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιο σας θα δημοσιευτεί μετά από έγκριση του διαχειριστή. Ευχαριστούμε!