Σάββατο 7 Μαΐου 2016

λεξιλόγιο και περιφράσεις στα αρχαια ελληνικα


αἱρέω, ῶ  -   αἱρέομαι-οῦμαι
  • αἱρῶ τινα =συλλαμβάνω κάποιον
  • αἱρῶ τι (πόλιν) = κυριεύω μια πόλη
  • αἱροῦμαί τινα=  εκλέγω κάποιον (με την ψήφο μου)
  • αἱροῦμαί τινά τινος (μέσο) = προτιμώ κάποιον από έναν άλλο
  • αἱροῦμαί+τελ.απαρ = προτιμώ να κάνω κάτι (συχνά με το μᾶλλον)
  • αἱροῦμαι ὑπό τινος (παθ)= εκλέγομαι, προτιμώμαι
  • Ως παθητικό του αἱρῶ χρησιμοποιεῖται το ἁλίσκομαι = πέφτω στα χέρια του εχθρού, δηλ. συλλαμβάνομαι (για πρόσωπα), κυριεύομαι (για πόλεις) > ἅλωσις, εὐάλωτος
  • ομόηχοι τύποι : αἱρῶ - ἐρῶ (μέλλων του λέγω), ᾔρηκα – εἴρηκα (πρκ του λέγω), ᾔρημαι – εἴρημαι (πρκ του λέγομαι)
ἀναιρέω, ῶ
  • ἀναιρῶ (ή ἀναιροῦμαι) νεκρούς = σηκώνω τους νεκρούς για ταφή, ενταφιάζω
  • ἀναιρῶ τινα = βγάζω από τη μέση, φονεύω
  • ἀναιρῶ πολιτείαν =καταλύω πολίτευμα
  • ἀναιρῶ λόγον =ανατρέπω ένα επιχείρημα
  • ἀναιρῶ νόμον =καταργώ ένα νόμο
  • ἀναιρῶ τείχη = κατεδαφίζω, γκρεμίζω τα τείχη
  • ἀναιρεῖ (ἡ Πυθία, ὁ θεός, τό μαντεῖον) = δίδει χρησμό, χρησμοδοτεί, αποκρίνεται ότι ή ορίζει να… π.χ. ἀνεῖλεν ὁ θεός = χρησμοδότησε ο θεός
  • ἀναιροῦμαί τι = παίρνω στα χέρια μου και σηκώνω ψηλά
  • ἀναιροῦμαι ναυαγούς =περισυλλέγω ναυαγούς
  • ἀναιροῦμαι συνθήκας  = ακυρώνω συμφωνίες
  • Το ουσιαστικό ἀναίρεσις λαμβάνει αντίστοιχες σημασίες : ἡ ἀναίρεσις τῶν τειχῶν = η κατεδάφιση των τειχῶν, ἡ ἀναίρεσις τῶν νεκρῶν = η ανακομιδή, ο ενταφιασμός των νεκρών


ἀκούω
  • ἀκούω τινός (άμεση αντίληψη) = ακούω κάποιον
  • ἀκούω τι (έμμεση αντίληψη) = πληροφορούμαι κάτι
  • ἀκούω τινός τι = ακούω κάτι από κάποιον
  • ἀκούω τινός + κατηγ.μετοχή = μαθαίνω ότι κάποιος… π.χ. ἤκουσα τοῦ Σωκράτους λέγοντος= άκουσα, έμαθα ότι ο Σ. λέει…
  • ἀκούω + κατηγορούμενο = ονομάζομαι
  • εὖ ἀκούω = επαινούμαι  εὖ λέγω = επαινώ
  • κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι   κακῶς λέγω = κακολογώ

ἄρχω - ἄρχομαι
  • ἄρχω (αμετάβατο) = είμαι αρχηγός
  • ἄρχω τινός = είμαι αρχηγός κάποιου, κυβερνώ, εξουσιάζω κάποιον
      • = αρχίζω κάτι
  • ἄρχομαί τινος = αρχίζω κάτι        π.χ. ἄρχομαι πολέμου =αρχίζω τον πόλεμο, μπαίνω στον πόλεμο
  • ἄρχομαι + κατηγορηματική μετοχή = αρχίζω να … (βρίσκομαι στην αρχή μιας πράξης) π.χ. ἄρχομαι λέγων = αρχίζω να μιλώ, αρχίζω το λόγο μου
  • ἄρχομαι + τελικό απαρέμφατο= αρχίζω να …(κάνω κάτι για πρώτη φορά)
  • ἄρχομαι ὑπό τινος (παθητικό) = εξουσιάζομαι, κυβερνιέμαι από κάποιον
  • ἀρχήν (ή ἀρχῆς) ἄρχω = κυριαρχώ, εξουσιάζω

Δέω- δεῖ -δέομαι
  • Δέω τινος =έχω έλλειψη από κάτι, στεροῦμαι κάτι
  • οὐ πολλοῦ ή ὀλίγου δέω+τελ.απαρ=λίγο απέχω να…, σχεδόν π.χ. οὐ πολλοῦ δέω χάριν ἔχειν τ κατηγόρ=σχεδόν χρωστώ χάρη στον κατήγορο
  • πολλοῦ(τοσούτου) δέω = πολύ (τόσο) απέχω από το να
  • δεῖ τινα + τελ.απαρ.(απρ) =πρέπει, επιβάλλεται, είναι ανάγκη, οφείλει κάποιος να κάνει κάτι (το δεῖ εκφράζει εσωτερική ανάγκη, το χρή εξωτερική)

  • δεῖ μοι τινος (απρ)= υπάρχει ανάγκη, έλλειψη σε μένα από κάτι, χρειάζομαι κάτι
  • ὀλίγου δεῖ(απρ)= λίγο θέλει, λίγο χρειάζεται, σχεδόν
  • οὐδέν δεῖ(απρ)=δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη, κανένας λόγος
  • παρά μικρόν ἐδέησε +τελ.απαρ(απρ)=λίγο έλειψε να…
  • πολλοῦ γε και δεῖ(απρ)=κάθε άλλο μάλιστα
  • τά δέοντα = αυτά που πρέπει, το χρέος
  • μᾶλλον τοῦ δέοντος= περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται

  • δέομαί τινος=έχω ανάγκη από κάποιον ή κάτι, χρειάζομαι
  • δέομαί τινος+τελ.απαρ=παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι
  • δέομαί τι τινός=ζητώ κάτι από κάποιον
  • ΠΡΟΣΟΧΗ
  • Άλλο το ρήμα δέω-ῶ (συναιρείται πάντοτε) = δένω

Δῆμος
  • Α) λαός, ὄχλος
  • Β) οι δημοκρατικοί, η δημοκρατική παράταξη    (αντίθετα προς το οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί, οἱ δυνατοί=οι αριστοκρατικοί)
  • Συνώνυμα : το πλῆθος, οἱ πολλοί
Δοκῶ
  • Δοκέω-ῶ (προσωπικό ρήμα) = φαίνομαι, θεωρούμαι π.χ. ἵνα μη δοκῶ περί τα μέρη διατρίβειν = για να μη φαίνομαι ότι ασχολούμαι με τα επί μέρους
  • = σκέπτομαι, πιστεύω, νομίζω π.χ. Δοκῶ τοῦτον σοφόν εἶναι = νομίζω ότι αυτός είναι σοφός
  • δοκεῖ μοι (απρόσωπο + δοτ.προσωπική) = μου φαίνεται, νομίζω, αποφασίζω π.χ.Ἔδοξε τῇ βουλῇ και τῷ δήμῳ = αποφάσισε η βουλή και ο λαός

εἰμί :σύνταξη
  • Συνδετικό = είμαι
  • Υπαρκτικό = υπάρχω π.χ. οὐκ ἔσθ ‘ οὗτος ἀνήρ = δεν υπάρχει αυτός ο άνθρωπος. Συχνά το υπαρκτικό εἰμί απαντά στο γ΄ενικό+δοτική προσωπική κτητική π.χ.ἔστι μοι υἱός = υπάρχει σε μένα γιος, έχω γιο.
  • Εἰμί + κατηγορηματική μετοχή(ως κατηγορούμενο). Στην ερμηνεία το εἰμί παραλείπεται και η μετοχή μεταφράζεται ως απλό ρήμα.π.χ. ἦν οὐκ ὀκνῶν κολάζειν τούς ἀμελοῦντας = οὐκ ὤκνει κολάζειν τούς ἀμελοῦντας = δεν δίσταζε να τιμωρεί τους αμελείς
  • Απρόσωπο : ἔστι + τελικό απαρέμφατο = είναι δυνατόν, επιτρέπεται
  • Ἐστί + ουσιαστικό ή ουδέτερο επιθέτου = απρόσωπη έκφραση π.χ. καλόν ἐστι, ἀνάγκη ἐστί κλπ. Πολύ συχνά το ἐστί παραλείπεται.
  • ἔστιν + αναφορική αντωνυμία ή επίρρημα  π.χ.ἔστιν ὅς ή ἔστιν ὅστις= κάποιος, ἔστιν ὅτε=κάποτε, μερικές φορές, ἔστιν ὅπου = κάπου. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρούμε ότι υπάρχει αναφορική πρόταση.

εἰμί : Σύνθετα και παράγωγα
  • ἄπειμι =απουσιάζω, είμαι μακριά, λείπω
  • πάρειμι = είμαι παρών, είμαι κοντά, βοηθώ κάποιον   πάρεστι (απρ) = είναι δυνατόν, επιτρέπεται
  • ἔνειμι = ενυπάρχω, υπάρχω μέσα σε κάτι   ἔνεστι (απρ) = είναι δυνατόν
  • ἔξεστι = είναι δυνατόν, επιτρέπεται
  • σύνειμι = είμαι μαζί, συναναστρέφομαι ( οἱ συνόντες = οι οπαδοί, οι μαθητές)
  • πρόσειμι =  προστίθεμαι, είμαι κοντά, ανταπεξέρχομαι
  • μέτειμι = είμαι μεταξύ   μέτεστί(απρ) μοι (δ.πρ.) τινος (αντικ) = μετέχω σε κάτι
  • περίειμι =  είμαι γύρω, υπερτερώ, επιζώ, υφίσταμαι
  • ἔπειμι = είμαι επάνω, προΐσταμαι, πλεονάζω, ακολουθώ, επίκειμαι

  • οὐσία = η περιουσία
  • ὄντως = πράγματι  τῷ ὄντι =πράγματι, στ’ αλήθεια
  • ἐτεός = αληθινός
  • ἔτυμος = αληθινός (>ετυμολογία)
  • ἐσθλός = γενναίος, ένδοξος
  • τά ὄντα = τα υπάρχοντα
  • οἱ οὐκ ὄντες = αυτοί που δεν υπάρχουν πιά, αυτοί που πέθαναν
  • οἱ ἐσόμενοι = οι μεταγενέστεροι

ἐλαύνω
  • ἐλαύνω (αμετάβατο) = πορεύομαι πάνω σε αμάξι, σε όχημα, προελαύνω, επιτίθεμαι
  • ἐλαύνω τινά (πρόσωπο)= κάνω κάποιον να προχωρήσει, διώχνω, χτυπώ, βασανίζω
  • ἐλαύνω τι (πράγμα) =θέτω κάτι σε κίνηση
  • ἔλασις = επίθεση, επιδρομή

Η εξορία
  • ἐξορίζω, φυγαδεύω, διώκω, (ἐξ)ὀστρακίζω = εξορίζω
  • φεύγω,  ἐκπίπτω = εξορίζομαι
  • κατέρχομαι =επανέρχομαι από την εξορία
  • κατάγω ή καθίημι τόν φυγάδα = επαναφέρω από την εξορία τον εξόριστο
  • κάθοδος =η επιστροφή από την εξορία


ἔοικα :σύνταξη, κλίση και σημασίες
  • ἔοικα : παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του αχρήστου στην αττική πεζογραφία ρήματος εἴκω = ομοιάζω, φαίνομαι. Αντί ενεστώτα χρησιμοποιείται ο παρακείμενος ἔοικα = ομοιάζω, φαίνομαι
  • κλίση : γ΄πληθ. : ἐοίκασι ή εἴξασι, υποτ : ἐοίκω, ευκτ : ἐοίκοιμι, προστ : δεν έχει, απαρ : ἐοικέναι ή εἰκέναι, μτχ : ἐοικώς ή εἰκώς, υπερσ : ἐῲκειν
  • Το ρ. απαντάται συχνά ως απρόσωπο και μάλιστα στην αναφορική παραβολική πρόταση ὡς ἔοικεν = όπως φαίνεται.
  • Συχνή είναι και η απρόσωπη έκφραση εἰκός ἐστι + απαρέμφατο = είναι φυσικό να….Επίσης η αναφορική παραβολική πρόταση ὡς εἰκός ἐστι = όπως είναι φυσικό. Το ἐστί συνήθως παραλείπεται, όπως συμβαίνει συχνά τις απρόσωπες εκφράσεις.
  • Παράγωγα : εἰκών, εἴκελος=όμοιος, εἰκότως=φυσικά, εύλογα, λογικά, ἐπιεικής, ἀεικής = απρεπής

ἔχω :σύνταξη και σημασίες
  • ἔχω + αιτιατική = έχω, κατέχω, κρατώ
  • ἔχω + αιτιατική (αντικ) + αιτιατική (κατηγ) = έχω κάποιον ως κάτι π.χ. Ὀρφέα ἄνακτα ἔχει = έχει τον Ορφέα βασιλιά
  • ἔχω + απαρέμφατο τελικό = μπορώ να  π.χ. οὐκ ἔχω λέγειν τι = δεν μπορώ να πώ κάτι
  • ἔχω + επίρρημα τροπικό = είμαι σε μια κατάσταση, διάκειμαι  π.χ. καλῶς ἔχω = είμαι σε καλή κατάσταση, είμαι καλά
  • ἔχω + πλάγια ερωτ.πρόταση = δεν γνωρίζω… π.χ. οὐκ ἔχω ὅπως πράξω τοῦτο = δεν γνωρίζω πώς να κάνω αυτό
  • επίρρημα τροπικό + ἔχει + απαρέμφατο = απρόσωπη έκφραση π.χ. ἀναγκαίως ἔχει διαβῆναι (ἡμᾶς) τόν ποταμόν = είναι αναγκαίο να διαβούμε τον ποταμό
  • ἔχω + μετοχή αορίστου = ισοδυναμεί με παρακείμενο π.χ. κρύψας ἔχω = κέκρυφα

Θαυμάζω
  • θαυμάζω τινός (προσώπου)=απορώ, εκπλήσσομαι με κάποιον     π.χ. Πολλάκις ἐθαύμασα τῶν τάς πανηγύρεις συναγαγόντων… ὅτι ἠξίωσαν (=πολλές φορές απόρησα με αυτούς που διοργανώνουν τις γιορτές, … γιατί αξιώνουν…
  • θαυμάζω τινά = απορώ με κάποιον-κάτι
  • θαυμάζω τινός(προσώπου)+γεν.αιτίας= θαυμάζω κάποιον για κάτι     π.χ.θαυμάζω σου τῆς διανοίας(=σε θαυμάζω για την εξυπνάδα σου)
  • θαυμάζω + δοτ.αιτίας=θαυμάζω, απορώ, εκπλήσσομαι με κάτι
  • θαυμάζω +αιτιολογική πρόταση εισαγόμενη με εἰ (αιτία υποθετική) ή το ὅτι (αιτία αντικειμενική)=απορώ, εκπλήσσομαι αν-γιατί, που…          π.χ. Θαυμάζω εἰ μή ὑμῖν ἀσμένοις ἀφῖγμαι (=ἀπορῶ που(γιατί) δεν χαίρεστε που έχω έρθει)
  • θαυμάζω + πλ.ερωτηματική πρόταση =απορώ                  π.χ. Πολλάκις ἐθαύμασα τίσι ποτε λόγοις Ἀθηναίους ἔπεισαν (=πολλές φορές απόρησα με τα επιχειρήματα με τα οποία έπεισαν τους Αθηναίους)

κατηγορῶ και συνώνυμα
  • Κατηγορῶ : τινός = κατηγορώ κάποιον (τά κατηγορημένα = οι κατηγορίες)
      • αμετάβατο = είμαι κατήγορος
      • = υποδηλώνω, σημαίνω, αποδεικνύω
  • μέμφομαι : τινί = μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον
      • τινί τι ή τινός τι = κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον για κάτι
      • τινός (πράγματος)= παραπονιέμαι για κάτι
  • ψέγω τινά περί τινος ή ψέγω τινά τι = κατηγορώ, επικρίνω κάποιον για κάτι
  • ἐγκαλέω, ῶ = εγκαλώ, καταγγέλλω,
      • =(για πράξεις) επικρίνω
  • Αἰτιάομαι, ῶμαι τινά τινος = κατηγορώ κάποιον για κάτι
  • ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή φέρω ή ποιοῦμαί τινα, αἰτίαν ἐπάγω, δι  ‘ αἰτίας ἔχω = κατηγορώ
  • δίκην διώκω ή (απλώς) διώκω = καταγγέλλω, κατηγορώ (στο δικαστήριο)

Η καταγγελία
  • Για τον όρο καταγγελία στην αρχαία ελληνική χρησιμοποιούνται οι λέξεις :
  • Εἰσαγγελία = μήνυση για δημόσιο αδίκημα (κατατίθεται στην Εκκλησία του Δήμου ή στη Βουλή)
  • Γραφή = έγγραφη καταγγελία για δημόσιο αδίκημα
  • Δίκη = ιδιωτική καταγγελία
  • ἔνδειξις = καταγγελία για την ακαταλληλότητα κάποιου να αναλάβει δημόσιο αξίωμα

καταστρέφω, υποδουλώνω και παρόμοια ολέθρια
  • τέμνω γῆν = καταστρέφω χώρα κόβοντας τα δέντρα, τα σπαρτά κλπ
  • δῃόω, ῶ = (για χώρα) διαρπάζω, λεηλατώ, ερημώνω  (για ανθρώπους) κατακόπτω, φονεύω
  • δενδροτομέω, ῶ =κόβω τα δέντρα, ερημώνω
  • καταστρέφομαι (μέσο) = παίρνω, υποτάσσω, υποδουλώνω
  • δουλόω, ῶ ή δουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω
  • χειρόω, ῶ = καθιστώ υποχείριο, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω
  • ἀνδραποδίζω = υποδουλώνω, καταστρέφω, πουλώ ελεύθερο αιχμάλωτο ως δούλο
  • ἐξαιρέω, ῶ = (για πόλεις) καταστρέφω εντελώς, κατεδαφίζω, αφανίζω
  • φέρω και  ἄγω = αρπάζω, λεηλατώ (το φέρω λέγεται για τα πράγματα και το ἄγω για τα ζώα)

Λαγχάνω
  • Α) Παίρνω με κλήρο    Β) Παίρνω ως μερίδιο, μου δίνεται σα μερίδιο, μου λαχαίνει  Γ) Τραβώ κλήρο, παίρνω με κλήρο ένα δημόσιο αξίωμα
  • κλήρῳ λαγχάνω =παίρνω δημόσια θέση με κλήρο   (αντιθ. χειροτονοῦμαι=εκλέγομαι με ανάταση των χειρών)
  • οἱ λαχόντες =εκείνοι που τους έπεσε ο κλήρος, που κληρώθηκαν
  • λαγχάνω δίκην τινί  ή προς τινα= κάνω αγωγή εναντίον κάποιου στο δικαστήριο

Λανθάνω
  • λανθάνω τινά = διαφεύγω την προσοχή κάποιου, δεν γίνομαι αντιληπτός
  • λανθάνω +κατγ.μτχ=κάνω κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, κρυφά         π.χ. λανθάνει κλέπτων = κλέβει κρυφά (η μτχ. μεταφράζεται με ρήμα και το λανθάνω με το επίρρημα κρυφά)
  • λανθάνω ἐμαυτόν+κτγ.μτχ=κάνω κάτι χωρίς να το αντιλαμβάνομαι
  • λανθάνομαι (συνήθως ἐπιλανθάνομαι)=λησμονώ, παραμελώ
  • παράγωγα : λήθη, (ἐπι-)λήσμων, ἀ-ληθής, λαθραῖος, λάθρ, λάθος

Μέλλω-μέλω
  • μέλλω + τελικό απαρέμφατο = σκέπτομαι να, σκοπεύω να, πρόκειται να…
  • μέλλω(συνήθως αμετάβατο) = αναβάλλω, βραδύνω, καθυστερώ
  • μέλω = είμαι αντικείμενο φροντίδος, ενδιαφέροντος. Συνήθως στο γ΄ενικό μέλει. Συντάσσεται με δοτική προσωπική που δηλώνει το πρόσωπο το οποίο ενδιαφέρεται και ονομαστική (υποκείμενο) που δηλώνει αυτό για το οποίο υπάρχει ενδιαφέρον π.χ. Μέλει τοῖς Λακεδαιμονίοις πόλεμος = οι Λακεδαιμόνιοι φροντίζουν για τον πόλεμο.
  • Συχνή είναι και η απρόσωπη σύνταξη : μέλει μοι(δοτική προσωπική) τινος (αντικείμενο) = ενδιαφέρομαι, φροντίζω για κάτι

νομίζω : συνώνυμα δοξαστικά ρήματα
  • ἡγέομαι, οῦμαι + απαρέμφατο ειδικό = νομίζω
  • ἡγέομαι, οῦμαι + δύο αιτιατικές = θεωρώ κάποιον (ως) κάτι (αλλά ἡγέομαι, οῦμαι + γενική = άρχω, ηγούμαι, είμαι αρχηγός και ἡγέομαι, οῦμαι + δοτική = οδηγώ κάποιον, προπορεύομαι)
  • ὑπολαμβάνω + απαρέμφατο ειδικό = νομίζω
  • οἴομαι ή οἶμαι + απαρέμφατο ειδικό = νομίζω (ο συγκεκομμένος τύπος οἶμαι πολλές φορές τίθεται παρενθετικώς, χωρίς απαρέμφατο ή ειδική πρόταση)
  • δοκέω, ῶ, δοκεῖ μοι (απρ) = μου φαίνεται, νομίζω
  • δοξάζω = έχω γνώμη, κρίνω
  • τίθεμαι, ποιοῦμαι  = ενίοτε σημαίνουν θεωρώ π.χ. Τοιοῦτον τίθεμαι τό δίκαιον = Τέτοιο θεωρώ το δίκαιο  Τοῦτο ποιοῦμαι συμφοράν = τούτο θεωρώ συμφορά

ὁρμάω, ῶ και ὁρμέω, ῶ
  • ὁρμάω, ῶ (αμετάβατο)= ξεκινῶ, επιτίθεμαι, ορμάω
    • τινα = κινώ, παρακινώ, παροτρύνω
      • + απαρέμφατο = επιθυμώ να, εξορμώ να
      • τινος = ορμώ, πέφτω με ορμή εναντίον κάποιου   > 
  • >ὁρμή = ορμή, εκστρατεία, επίθεση
  • ὁρμέω, ῶ = είμαι αγκυροβολημένος
  • ὁρμίζω = φέρνω το πλοίο στο λιμάνι
  • ὁρμίζομαι = έρχομαι στο λιμάνι     
  • >ὅρμος = λιμάνι, κλειστός κόλπος

πειράομαι, ῶμαι
  • πειρῶμαι (αμετάβατο) = δοκιμάζω (την τύχη ή την ικανότητά μου, αποπειρώμαι)
  • πειρῶμαί τινος = δοκιμάζω κάποιον, επιτίθεμαι σε κάποιον
  • πειρῶμαι + τελικό απαρέμφατο = επιχειρώ, προσπαθώ να     π.χ. ἐπειρᾶτο γίγνεσθαι ἀνωτέρω τῶν πολεμίων = προσπαθούσε να βρεθεί πιο ψηλά από τους εχθρούς
  • πειρῶμαι + πλ.ερ.προτ. = επιχειρώ μήπως …

Περί πολλοῦ ποιοῦμαί τι
  • περί πολλοῦ ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι σπουδαίο, σημαντικό
  • περί πλείονος ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι πιο σπουδαίο από κάτι άλλο, θέτω σε ανώτερη μοίρα, προτιμώ
  • περί πλείστου ποιοῦμαί τι= θεωρώ κάτι σπουδαιότατο, του αποδίδω τη μεγαλύτερη σημασία
  • περί παντός ποιοῦμαί τι= θεωρώ κάτι το πιο σπουδαίο από όλα
  • περί ὀλίγου ποιοῦμαί τι= θεωρώ κάτι ασήμαντο
  • περί ἐλάττονος ποιοῦμαί τι= θεωρώ κάτι λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο
  • περί οὐδενός ποιοῦμαί τι= καθόλου δεν εκτιμώ κάτι, το θεωρώ εντελώς ασήμαντο

ποιοῦμαι   :περιφράσεις
  • Το μέσο ρήμα ποιοῦμαι σχηματίζει πολλές περιφράσεις. Μεταφράζουμε με το αντίστοιχο ενεργητικό ρήμα που εξάγεται από το αντικείμενο :
  • πόλεμον ποιοῦμαι = πολεμώ (ενώ πόλεμον ποιῶ =προκαλώ, εγείρω πόλεμο)
  • σπονδάς ποιοῦμαι = σπένδομαι, συνθηκολογώ, συνάπτω συμφωνία
  • ὀργήν ποιοῦμαι = οργίζομαι
  • εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω (ενώ εἰρήνην ποιῶ = γίνομαι αίτιος ειρήνης, κάνω ειρήνη για άλλους)
  • μάχας ποιοῦμαι = μάχομαι
  • θαῦμα ποιοῦμαι = θαυμάζω
  • πλοῦν ποιοῦμαι = πλέω
  • βουλήν ποιοῦμαι = βουλεύομαι, σκέπτομαι, συσκέπτομαι
  • ποιοῦμαι λόγον = λέγω, ομιλώ (αλλά ποιοῦμαι τούς λόγους = συζητώ, διαπραγματεύομαι)

πρᾶγμα
  • πρᾶγμα : υπόθεση, έργο, ζημία, μάχη, κατάσταση 
  • τά πράγματα : οι υποθέσεις της πόλης   
  • οἱ ἐν τοῖς πράγμασιν : οι άρχοντες  
  • ἀγαθά πράγματα : καλή κατάσταση    
  • ταπεινά ή ἀσθενῆ πράγματα : άθλια κατάσταση 
  • νεώτερα πράγματα : πολιτική αλλαγή  
  • πράττω τά τῆς πόλεως πράγματα : ασχολούμαι με την πολιτική 
  • καθίσταμαι τά  πράγματα : τακτοποιώ, εξομαλύνω την πολιτική κατάσταση, ρυθμίζω το πολίτευμα  
  • πράγματα παρέχω τινί : ενοχλώ κάποιον, δημιουργώ προβλήματα  
  • πράγματα ἔχω παρά τινος : ενοχλούμαι από κάποιον, κάποιος μου δημιουργεί προβλήματα 
  • εἰς πράγματα ἐμπίπτω : περιέρχομαι σε δυσχέρειες, σε προβλήματα

πυνθάνομαι
  • πυνθάνομαί τινος = πληροφορούμαι από κάποιον
  • πυνθάνομαί τι = πληροφορούμαι κάτι
  • πυνθάνομαί τι τινός = πληροφορούμαι κάτι από κάποιον
  • πυνθάνομαί + πλ.ερ.προτ.= ζητώ να μάθω
  • πύστις =  είδηση, πληροφορία  κατά πύστιν = σύμφωνα με πληροφορίες
  • ἔκπυστος = γνωστός
  • ἄπυστος= άγνωστος
  • ἀνάπυστος = ονομαστός, πολύ γνωστός

τιμωρῶ  και παρόμοια
  • Το τιμωρώ στην αρχαία ελληνική δηλώνεται ως εξής :
  • Ζημιόω, ῶ = επιφέρω ζημία, τιμωρώ (με χρηματικό πρόστιμο/ ζημία = χρηματική ποινή, πρόστιμο ή (γενικά) ποινή)
  • Κολάζω = τιμωρώ (εξ οὗ και  κόλασις, ἀκόλαστος, ἀκολασία)
  • Δίκην λαμβάνω παρά τινος = λαμβάνω ικανοποίηση από κάποιον, τιμωρώ
  • Δίκην ἐπιτίθημί τινι = καταδικάζω κάποιον
  • Το τιμωρούμαι δηλώνεται ως εξής :
  • Δίκην δίδωμί τινι = παρέχω ικανοποίηση σε κάποιον, τιμωρούμαι από κάποιον
  • Δίκην ὀφλισκάνω ὑπό τινος = καταδικάζομαι από κάποιον
  • ΠΡΟΣΟΧΗ :
  • Τιμωρῶ = βοηθώ, τιμωρώ
  • Τιμωροῦμαι = εκδικούμαι, τιμωρώ

φεύγω
  • φεύγω (αμετάβατο) =τρέπομαι σε φυγή, υποχωρώ, καταφεύγω (κάπου)
  • τινά = αποφεύγω κάποιον, διαφεύγω από κάποιον
  • + τελικό απαρέμφατο = αποφεύγω να…
  • (δικανικός όρος) =κατηγορούμαι, καταδιώκομαι (αντίθετο του διώκω = καταγγέλλω, κατηγορώ)
  • ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος     ὁ διώκων = ο κατήγορος
  •   φυγάς = ο εξόριστος
  • ἄφευκτος ή ἄφυκτος = ο αναπόφευκτος, αυτός που δεν μπορούμε να αποφύγουμε

χρῶμαι :σύνταξη και σημασίες
  • χρῶμαί τινι = μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ κάτι.
  • Ανάλογα με τη σημασία του αντικειμένου το χρῶμαι λαμβάνει διάφορες παρεμφερείς σημασίες : χρῶμαι συμφορᾷ = είμαι δυστυχής,  χρῶμαι ὁργῇ = οργίζομαι,  χρῶμαι ὁμολογίᾳ = κλείνω συμφωνία, χρῶμαι τέχνῃ = ασκώ τέχνη, χρῶμαι ἑορτῇ = εορτάζω
  • Το χρῶμαι +δοτική ουσιαστικού πολλές φορές ισοδυναμεί με απλό ρήμα : χρῶμαι φωνῇ = φωνάζω, χρῶμαι νίκῃ=νικώ, χρῶμαι νόμοις = ζω υπό νόμους, τηρώ νόμους.
  • Όταν το αντικείμενο του χρῶμαι είναι δοτική προσώπου = έχω να κάνω με κάποιον, έχω σχέσεις με κάποιον π.χ. χρῶμαι γυναικί = έχω γυναίκα, ζω με μια γυναίκα
  • χρῶμαί τινί (αντ) τινι (κατηγ.) = χρησιμοποιώ κάποιον ως κάτι π.χ. χρῶμαι τῷ σίτῳ ὄψῳ = χρησιμοποιώ τον άρτο ως προσφάι, χρῶμαί τινι φίλῳ = έχω κάποιον φίλω, χρῶμαι τοῖς βαρβάροις οἰκέταις = χρησιμοποιώ τους βαρβάρους ως δούλους.
  • Ενίοτε το χρῶμαί τινι ισοδυναμεί προς το χρῶμαί τινι φίλῳ (οἱ χρώμενοι =οι φίλοι)
  • χρῶμαί τινι εἴς τι (εμπρ. σκοπού) = χρησιμοποιώ κάποιον για κάτι
  • τί ἤ ὅ,τι (συστοιχο αντικ) χρῶμαί τινι = πώς ….   π.χ. τί χρήσομαι τῷ ἀργυρίῳ;=πώς θα χρησιμοποιήσω τα χρήματα;
  • οὕτω χρῶμαι = έτσι συνηθίζω

Ψηφίζομαι και παρόμοια
  • Ψηφίζομαι = αποφασίζω (δια της ψήφου μου)
  • ἀποψηφίζομαι + αιτιατική = απορρίπτω κάτι (μια πρόταση)
  • + γενική ή αμετάβατο = αθωώνω
  • + μή + απαρέμφατο = ψηφίζω να μην πράξει κάποιος κάτι
  • καταψηφίζομαί τινος = δίδω καταδικαστική ψήφο, καταδικάζω κάποιον
  • ἐπιψηφίζω = θέτω το ζήτημα σε ψηφοφορία
  • ἐπιψηφίζομαι (μέσο) = εγκρίνω (δια της ψήφου μου)
  • ἐπιψηφίζομαι (παθητικό) = διορίζομαι δια ψηφοφορίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιο σας θα δημοσιευτεί μετά από έγκριση του διαχειριστή. Ευχαριστούμε!