Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Όνειρο στο κύμα του Παπαδιαμάντη - Προτεινόμενο θέμα


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ’ εκινείτο εδώ κ’ εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ’ η στιγμή καθ’ ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημα μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο· θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: “— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!”
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ’ επερίμενα.
“Αυτή δεν θ’ αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ εγώ τον κρημνό μου!...”
Κ’ ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν’ αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ’ άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν’ αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν’ αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ’ ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ’ εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
** *

Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. “Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν βοήθειαν!...”
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ’ επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...
Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον· αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!
Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ’ εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην “εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;
** *
Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν’ ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Αλλ’ όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας —μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...— είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν’ αρθρώσω φωνήν, κ’ έκραξα:
— Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.
Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα.
Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.

Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον.
Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν’ αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...
** *
Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ’ εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ’ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι’ εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
(Διά την αντιγραφήν)

Ερωτήσεις

1. Ο Παπαδιαμάντης εκτός από «αθεράπευτα ρομαντικός» είναι και «αθεράπευτα πολιτικοποιημένος» καθώς τα διηγήματά του δεν συνιστούν μόνο απλές ιστορίες αλλά εμπεριέχουν και προβληματισμούς που αφορούν τη συλλογική ζωή, την ευρύτερη κοινωνία. Να αποδείξετε ότι ισχύουν και οι δύο χαρακτηρισμοί με αναφορές στο κείμενο.  [Μονάδες 15]

2α. Ποιος είναι ο ρόλος της αίγας Μοσχούλας στο διήγηµα; Τι συµβολίζει το «σχοίνιασµα» της; (Μονάδες 10)  

2β. Ταυτίζεται ο αφηγητής µε το συγγραφέα στο διήγηµα αυτό; Στην απάντησή σας να σχολιάσετε τη φράση στο τέλος του διηγήµατος (∆ια την αντιγραφήν).
(Μονάδες 10) [Μονάδες 20]

3.  «Ήτον απόλαυσις, όνειρον … να βλέπω το όνειρον…»: Πώς δικαιολογείται ο τίτλος του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» (10 μονάδες) και με ποια εκφραστικά μέσα ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη Μοσχούλα να κολυμπά (10 μονάδες);
[μονάδες 20]

4. α) Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Να σχολιάσετε το πιο πάνω χωρίο με 120-140 λέξεις.
[Μονάδες 10]
β) Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ευχής «Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...» και πώς συνδέεται με τη φράση «Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα» ; [Μονάδες 10]
[Μονάδες 20]

5. Να βρείτε ομοιότητες με το παρακάτω απόσπασμα του  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ο Καλόγερος»

Την νύκτα δε αυτήν, αφού είπαν πολλά με τας νεάνιδας και όχι ολίγα με την γραίαν, αι δύο αδελφαί του διηγήθησαν ότι η πλαγινή των, η κυρα-Κώσταινα, τας υποβλέπει, ότι φλυαρεί εναντίον των πολλά, και ότι τολμά να κακολογεί και αυτόν, τον καλόγηρον· όλα ταύτα, έλεγαν, από την ζήλιαν οπού είχε, βλέπουσα τας αθώας σχέσεις των. Αθώας σχέσεις των! Βεβαίως, το εφρόνει εν συνειδήσει ο καλόγηρος, το εφρόνουν και αυταί. Αλλ’ εις τι ημάρτησαν τάχα; Μήπως δεν εφέροντο καλά; Και όμως η γραία, η όχι πολύ ερρυτιδωμένη, είχε την εσπέραν εκείνην ερυθροτέρας του συνήθους τας παρειάς, ιδού διατί. Αφού είχε καλέσει τον καλόγηρον, ειπούσα αυτώ μυστηριωδώς ότι κάτι είχαν να του πουν τα κορίτσια (και το κάτι ήσαν τα αφορώντα την γειτόνισσαν, την κυρα-Κώσταινα), εφρόντισε ν’ αγοράσει ολίγον ρητινίτην, διά να κεράσουν τον επισκέπτην. Έπιε και αυτή ενάμισυ ποτηράκι (διό και αι παρειαί της έλαβον χρώμα τρίγλης ζεστής και αι ρυτίδες της έτι μάλλον ωλιγόστευσαν) έπιε και ο καλόγηρος δύο, έπιαν και τα κορίτσια από μισό. Ο καλόγηρος την εσπέραν εκείνην ήκουε τι του έλεγαν αι δύο αδελφαί μάλλον με τους οφθαλμούς παρά με τα ώτα. Εκοίταζε τα χείλη δι’ων εξήρχοντο αι λαλιαί, τα εκοίταζεν ως να ήθελε να ροφήσει τας λέξεις και να γλείψει και τα χείλη, εξ ων απέρρεον. Του εφαίνετο ότι αι λέξεις εκείναι είχαν σημασίαν άλλην, άρρητον, όχι την εκφραζομένην, την κοινήν. Απήντα δε εική, διά κοινών τόπων και μονοσυλλάβων. Αι δύο αδελφαί εφαίνοντο σχεδόν ωραίαι υπό το φως της λυχνίας. Της μιας μάλιστα, της νοστιμούλας, έλαμπε το ύπωχρον χρώμα, το ηλιώδες και μελιχρόν. Και αι δύο είχον γίνει ζωηρότεραι διά της συναναστροφής και διά του ολίγου οίνου. Έπειτα αι διάφοροι κινήσεις των μυώνων του προσώπου, τα μειδιάματα, αι γέλωτες, αι στάσεις, και αι χειρονομίαι, επί πάσι δε το ατημελές της οικιακής περιβολής, όλα συνέτεινον εις το να φαίνωνται άλλαι, αγνώριστοι. Η μεν Ελπινίκη είχε τας ωλένας γυμνάς μέχρι του αγκώνος κι εφόρει λεπτόν, λευκότατον σάκκον, της δε Κατίνας, της νοστιμούλας, έτυχε να λείπει το επάνω κομβίον του λευκού περιστηθίου της, το δε υποκάμισόν της ήτο άνευ περιλαιμίου, και εντεύθεν εφαίνετο γυμνός ο τράχηλός της και μέρος του στήθους της.
Η γραία εν τοσούτω είχε παρατηρήσει ότι ο πάτερ Σαμουήλ είχεν εξερεθισθεί εκ της εγγύς επαφής και ομιλίας μετά των δύο νεανίδων, και αίσθημα αορίστου φόβου εξηγέρθη παρ’ αυτή. Δεν ήσαν τα κορίτσια της τέτοια, όχι. Αυτή «εξηγοράζετο τον καιρόν» απλώς, ευρίσκουσα μικρόν συμφέρον εις την φιλίαν του καλογήρου, και περιπλέον είχε διατεθεί συμπαθώς και φιλοφρόνως προς αυτόν, ως πολλαί πολλάκις γυναίκες διατίθενται φιλανθρώπως, μεθ’ αγνότητος, αν όχι μετ’ αφιλοκερδείας, προς τους μπεκιάρηδες, τους μη έχοντας εστίαν και οικογένειαν εν Αθήναις, και ζώντας μονότονον βίον εις έν ψυχρόν δωμάτιον, όπου πληρώνουσι δεκαπέντε ή είκοσι δραχμάς ενοίκιον, απλώς διά να μη κοιμώνται εις το ύπαιθρον τον χειμώνα. Αλλ’ οι μεν «εργένηδες» οι κοσμικοί, οι πολίτες, καθώς έλεγεν η γραία Τασού, δεν είναι και τόσον άξιοι οίκτου, διότι οι πλείστοι αυτών έχουσιν ως οικογένειαν την αγοράν όλην και ως εστίαν το προσήλιον, διημερεύοντες εις καφενεία, οινοπωλεία και άλλα χειρότερα μέρη. Εις τον καλόγηρον όμως απηγορεύετο και πάσα τοιαύτη τέρψις ή αναψυχή. Αυτός ώφειλε να οικουρεί ή να ευρίσκεται παντού όπου τον εκάλουν οι ιερείς. Διά τούτο η παρήλιξ γυνή με τα κόκκινα μάγουλα ειλικρινώς τον ελυπείτο, και τον είχε πονέσει, ως έλεγε. Ποτέ δεν είχε περάσει από τον νουν της ότι ήτο δυνατόν «να τα πετάξει» ο πάτερ Σαμουήλ, ν’ αρπάξει την μίαν των θυγατέρων της και να φύγει νύκτωρ μετ’ αυτής, νυμφευόμενος αυτήν με στέφανον ή χωρίς στέφανον, με παπά ή χωρίς παπά. Άλλαι μητέρες ίσως ήσαν ικαναί να χωνεύσουν με την συνείδησίν των έν τοιούτον πραξικόπημα. Αυτή όμως, ας ήτο και αμαθεστάτη, ας μην είχε σαφές και ισχυρόν το θρησκευτικόν αίσθημα, εν μέσω της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ελεεινότητος, ήτις πανταχόθεν μας περιβάλλει, ουχ ήττον δεν θα το εχώνευε ποτέ. Επ’ ουδενί λόγω [δεν] θα έστεργε να φαίνεται ως «αφωρισμένη» εις τον κόσμον. Εγνώριζε μίαν γυναίκα από άλλην συνοικίαν της πόλεως, της οποίας μία των θυγατέρων είχε πάρει έναν καλόγερον. Τρομάρα της! Σώσον, ελέησον, Κύριε! Μετά την εις τον παράνομον γάμον συγκατάθεσιν, η γυνή εκείνη της εφαίνετο άλλη, ως να ήλλαξεν υπόστασιν, ως να μην ήτο η ιδία πλέον. Της εφαίνετο ως «αφωρισμένη» πράγματι. Η πομπιωμένη! δεν εντράπηκε!… Τα μάτια της είχον αγριότητα, το πρόσωπόν της ήτον ως πρησμένον με χρώμα στάκτης, και το σιαγόνι της είχε στραβώσει, ως να είχε πάθει τίποτε από κανένα ξωτικόν. Ο πάτερ Σαμουήλ, όστις ποτέ δεν άφηνε τα καλογηρικά του, της είχε διηγηθεί δι’ ένα «παράδελφόν του», όστις προ ετών ήτο διάκονος εις μίαν των μονών του Αγίου Όρους. Είτα φυγών τον Άθω, ήλθεν εις τας Αθήνας, όπου αίφνης μίαν πρωίαν τον βλέπει με τα γένεια ξυραφισμένα, με καπέλον και με φράγκικα. Αν ήτον άλλος, δεν ήθελε τον γνωρίσει, αλλ’ ο πάτερ Σαμουήλ τον ήξευρε καλά. «Τι έπαθες, πάτερ Συμεών; Σε καλό σου! Τι σου ήρθε, βρε αδερφέ;» «Τι να κάμω, εντρέπεται κανείς να γυρίζει με τα ράσα, μέσα στον κόσμο!» «Και δεν ήξευρες να πας στη μετάνοιά σου, καθώς μου έχεις πει;» «Έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν… » Μετά τρεις ημέρας μανθάνει ότι ο Συμεών ούτος είχε νυμφευθεί. Ο πάτερ Σαμουήλ ηπόρησε πώς ευρέθη ιερεύς να τον στεφανώσει, και διηρωτάτο καθ’ εαυτόν αν ο τοιούτος ιερεύς εξ αγνοίας άρα ή εν γνώσει το έπραξεν. Αλλ’ εις επίμετρον,  μανθάνει ότι ο γάμος δεν ετελέσθη κατά το δόγμα της Ανατολικής Εκκλησίας. Είς εκ των ευαγγελικών λεγομένων, των βοσκόντων ανά το πλήρες ουλών και τραυμάτων σώμα της Ανατολής, είχε τελέσει τον γάμον. Ο πρώην καλόγηρος είχε προσκολληθεί είς τινα λέσχην, παρά την πύλην του Αδριανού, και έζη περιλείχων κόκκαλα πλησίον των. Ο πάτερ Σαμουήλ εσταυροκοπήθη πολλάκις και με τας δύο χείρας. Ούτως άρα το πονηρόν πνεύμα, το απελθόν κατ’ αρχάς εκ του ανθρώπου εκείνου, επήγε και ηύρεν «άλλα επτά πνεύματα πονηρότερα εαυτού», και επιστρέψαν εγκατεστάθη οριστικώς εις την καρδίαν του. Φείσαι, Κύριε!
Τα ενθυμείτο, όσα είχεν ακούσει από τον καλόγηρον, η γραία, ότε αυτός ηγέρθη να υπάγει να κοιμηθεί, κι εκείνη, χωρίς να κρατεί λύχνον, τον προέπεμψεν έως την θύραν. Αι δύο κόραι έμειναν εντός του οικήματος, εις τον μυχόν του δευτέρου θαλάμου, όπου εγίνετο η συναναστροφή. Εκεί, εις το σκότος, η γραία επήγε παραπολύ σιμά εις τον καλόγηρον, και ως ήτο αναμμένη από τον ολίγον ρητινίτην, κάτι ήρχισε να ψιθυρίζει εις το ους του· λόγια σχεδόν ασυνάρτητα, εξ ων ο καλόγηρος αντελήφθη μόνον την κινδυνώδη φράσιν: «…έχασες τα νιάτα σου!» Διατί άρα η παρήλιξ γυνή με τας κοκκίνας παρειάς επήγε τόσον σιμά εις τον καλόγηρον, και διατί τα έλεγεν αυτά; Ίσως… διά να προασπίσει τας κόρας της, τας οποίας ήθελε τιμίας και αμέμπτους. Αλλ’ η ασπίς ήτο έμψυχος και είχε σάρκα και αίμα. Όταν ο καλόγηρος, με αίσθημα μελαγχολίας και μονώσεως, την εκαληνύκτισεν, η γραία Τασού ακουσίως του έσφιγξε την χείρα. Και η πνοή της ευσάρκου παρήλικος του έκαιε την παρειάν… Και ο προκύπτων εκ της μανδήλας βόστρυχος της κόμης της έψαυσε το μέτωπον. Τόσον μόνον. Και ότε ο καλόγηρος απήλθεν εις το κελλίον του, πλησίον του ναού, είχεν εις το πρόσωπον επί πολλήν ώραν την αίσθησιν της επιψαύσεως της σαρκός και ωσφραίνετο ως οσμήν χώματος, ως εξ ανασκαφέντος τάφου προς ανακομιδήν οστών. Γη ει και εις γην απελεύση. Και αυθορμήτως ήρχισε να πλύνει το στόμα, το πρόσωπον και τας χείρας του. Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν λαβών από της γης.
[Μονάδες 25]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιο σας θα δημοσιευτεί μετά από έγκριση του διαχειριστή. Ευχαριστούμε!