Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Γιώργου Ιωάννου - Προτεινόμενο θέμα

Μές στούς Προσφυγικούς Συνοικισμούς

Στέκομαι καί κοιτάζω τά παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στό ὁρισμένο καφενεῖο· σέ λίγο θά σχολάσουν καί θ’ ἀρχίσουν νά καταφτάνουν οἱ μεγάλοι. Κουρασμένοι ἀπ’ τή δουλειά, εἶναι πολύ πιό ἀληθινοί. Οἱ περισσότεροι γεννήθηκαν ἐδῶ σ’ αὐτή τήν πόλη, ὅπως κι ἐγώ. Κι ὅμως διατηροῦν πιό καθαρά τά χαρακτηριστικά τῆς ράτσας τους καί τήν ψυχή τους, ἀπό μᾶς τούς διεσπαρμένους. Ἰδίως ὅταν τούς βλέπω ἐδῶ, μοῦ φαίνονται πιό γνήσιοι. Κάπως ἀλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σέ ἄλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.
Ἡ ἀλήθεια πάντως εἶναι πώς στό ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεως ἔχω φοβερά ἐξασκηθεῖ. Ὅπου κι ἄν εἶμαι, τόν Πόντιο, ἄς ποῦμε, τόν διακρίνω ἀπό μακριά· κι ἀπό μιά γραμμή τοῦ κορμιοῦ του μονάχα. Δέν εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀκούσω τήν ὁμιλία του, οὔτε νά διαπιστώσω τήν ἀλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως νά πέσω ἔξω. Ἀπό κοντά ὅμως εἶμαι ὁλότελα ἀλάνθαστος. Τό ἴδιο καί μέ τούς Καραμανλῆδες, τούς Καυκάσιους, τούς Μικρασιάτες ἀπ’ τίς ἀκτές, τούς ἄλλους ἀπ’ τά βάθη, τούς Κωνσταντινουπολίτες, ἀπό μέσα ἤ ἀπ’ τά περίχωρα, κι ἄς επιμένουν ὅλοι τους πώς εἶναι ἀπ’ τήν καρδιά τῆς Πόλης, κι ἀπ’ τό Γαλατά. Οἱ Θρακιῶτες ὅμως ἔρχονται πιό καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι εὐκολότερα μπερδεύονται μέ πρόσφυγες ἀπό μέρη ἄλλα. Ἐξάλλου σά νά ἔχουν χάσει τήν ἰδιαίτερη προφορά τους ἤ ἴσως ἐγώ νά τήν ἔχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ’ αὐτούς πού ἦρθαν ἀπ’ τή Ρωμυλία. Αὐτό συμβαίνει κι ἀνάμεσα στούς Ἠπειρῶτες καί στούς ἄλλους ἀπ’ τίς περιοχές τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ὅταν τούς μπερδεύω, τό καταλαβαίνω συνήθως ἀργά· γιατί ἔχω τόση πεποίθηση πάνω σ’ αὐτό τό ζήτημα, ὥστε σπανίως ρωτῶ. Κατά βάθος βέβαια αὐτό δέν εἶναι σφάλμα, εἶναι διαπίστωση.
Κι ὅμως πόση συγκίνηση ἔχει νά κοιτάζεις ἤ νά συζητᾶς στά καφενεῖα καί νά διαισθάνεσαι τή δική σου ἤ μιά ἄλλη πανάρχαια ράτσα. Ἀκοῦς ἐκεῖνες τίς φωνές μέ τή ζεστή προφορά καί σοῦ ‘ρχεται ν’ ἀγκαλιάσεις. Ὀνόματα ἀπό σβησμένους τάχα λαούς καί χῶρες δειλιάζουν μέσα στό νοῦ· μεθῶ μονάχα καί πού τά λέω ἀπό μέσα μου, καθώς ὁλοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι νά κοιτάζω τίς ἁδρές καί τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ἀνατριχιάζω βαθιά, ὅταν σκέφτομαι πώς αὐτός πού μοῦ μιλᾶ εἶναι δικός μου ἄνθρωπος, τῆς φυλῆς μου. Κάτι σά ζεστό κύμα μέ σκεπάζει ξαφνικά, θαρρεῖς καί γύρισα ἐπιτέλους στήν πατρίδα. Δέν ἔχει σημασία πού δέ γνώρισα ποτέ αὐτή τήν πατρίδα ἤ πού δέ γεννήθηκα κάν ἐκεῖ. Τό αἷμα μου ἀπό κεῖ μονάχα τραβάει· ἐκτός κι ἄν εἶναι ἀληθινό πώς ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπ’ αὐτά πού τρώει καί πίνει, ὁπότε πράγματι εἶμαι ἀπό δῶ. Καί πῶς ἐξηγεῖται τότε ὅλη αὐτή ἡ λαχτάρα;
Γυρνῶ μές στούς προσφυγικούς συνοικισμούς μέ δυνατή εὐχαρίστηση. Θράκες, Χετταῖοι, Φρύγες, ὄμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρεῖς, ἀνθοῦν ἀνάμεσά μας. Οἱ ἴδιοι δέν ξέρουν βέβαια αὐτά τά ὀνόματα· γιά μένα ὅμως εἶναι φορτωμένα μυστήριο καί ἀγάπη. Κι ἄν ἀκόμα δέν εἶναι, πολύ θά ἤθελα νά ἦταν ἔτσι ἡ ἀλήθεια.


Κι ὅμως τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν κάνει τό πᾶν γιά νά σκορπίσει ἡ ὀμορφιά αὐτή στούς τέσσερεις ἀνέμους. Οἱ ἐγκληματίες τῶν γραφείων ἐκμεταλλεύτηκαν τή ζωηράδα τους καί τήν ἁγνότητά τους. Τούς ἐξώθησαν νά σφάξουν καί νά σφαχτοῦν· νά φαγωθοῦν, ἰδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τούς τρέμουν καί προσπαθοῦν νά τούς ξεφορτωθοῦν μέ τή μετανάστευση. Πολύ ἀργά, νομίζω.
Κάθε φορά πού φεύγω ἀπό κεῖ, μέ ἀποχαιρετοῦν χωρίς νά δείξουν παραξένεμα, ἄν καί ἄγνωστοί μου ἄνθρωποι. Τούς πληροφορεῖ τό αἷμα τους γιά μένα, ὅπως καί τό δικό μου μέ κάνει νά τούς κατέχω ὁλόκληρους. Πάντως ποτέ τους δέν ἐπιμένουν νά μέ κρατήσουν στίς παρέες τους.
Ὁλομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στίς μεγάλες ἀρτηρίες. Ὅταν ἀνάβει τό κόκκινο καί σταματοῦν τ’ αὐτοκίνητα, μοῦ φαίνεται γιά μιά στιγμή πώς παύει ἐντελῶς κάθε θόρυβος. Ἐρυθρά καί λευκά αἱμοσφαίρια σά νά κυκλοφοροῦν. Κι ὅμως βλέπω πώς τό πλῆθος ἐξακολουθεῖ νά περπατᾶ, νά κουβεντιάζει ἤ νά γελάει. Σταματῶ πολλές φορές στή μέση τοῦ πεζοδρομίου, κι ὅπως στό κούτσουρο πού κόβει τό νερό, ἔτσι περιστρέφονται γύρω μου οἱ διαβάτες. Τώρα πού δέν ἐμποδίζουν οἱ μηχανές, ἀκούω χιλιάδες βήματα στό πλακόστρωτο. Μοῦ ‘ρχεται νά καμπυλώσω τή ράχη μου γιά νά περάσει χωρίς ἐμπόδια αὐτό τό ποτάμι. Τῆς Γονατιστῆς, ὅταν περνάει ἀπό πάνω μου τό βουβό ποτάμι τῶν προγόνων, γονατισμένος πάνω στά καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στό χῶμα, γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.
Ἐγώ ὅμως ἀπό τώρα εἶμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στούς ξένους καί στά ξένα πράγματα ζῶ διαρκῶς· στά ἕτοιμα καί στά ἐνοικιασμένα. Συγκατοικῶ μέ ἀνθρώπους πού ἀδιαφοροῦν τελείως γιά μένα, κι ἐγώ γι’ αὐτούς. Οὔτε μικροδιαφορές δέν ὑπάρχουν κάν μεταξύ μας. Ὁ ἕνας ἀποφεύγει τόν ἄλλο, ὅσο μπορεῖ. Μά κι ἄν τύχει νά σοῦ μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τά πραγματικά τους στοιχεῖα σά νά ‘ναι τίποτε κακοποιοί. Τό ἰδανικό, ἡ τελευταία λέξη τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι, λέει, νά μή ξέρεις οὔτε στή φάτσα τό γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμοῦ, γιά νά διευκολύνονται οἱ ἀταξίες.
Γι’ αὐτό ζηλεύω αὐτούς πού βρίσκονται στόν τόπο τους, στά χωράφια τους, στούς συγγενεῖς τους, στά πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ἄς ἤμουν σ’ ἕνα προσφυγικό συνοικισμό μέ ἀνθρώπους τῆς ράτσας μου τριγύρω.

(Γιά ἕνα φιλότιμο, 1964)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α1. Στα χαρακτηριστικά της γραφής του Γιώργου Ιωάννου έχουν επισημανθεί: το εσώστροφο στοιχείο, η ένταξη έκτυπων επεισοδίων στην αφήγηση, η ειρωνεία, η καταγραφή υποκειμενικών αντιδράσεων, το ενδιαφέρον για τον λαϊκό μας πολιτισμό.  Για καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.
[Μονάδες 15]


Β1. α) «Περιηγητής των πόλεων όπου έζησε, και κυρίως της γενέτειράς του Θεσσαλονίκης, ο Ιωάννου καταγράφει με ακρίβεια και ενάργεια το καθημερινό τους πρόσωπο. Το εξωτερικό σκηνικό κατά κανόνα συνοδεύεται από την εσωτερική του περιπλάνηση στο χώρο της ατομικής και συλλογικής μνήμης.» Ισχύει η παραπάνω διαπίστωση; Τεκμηριώστε την απάντησή σας με παραδείγματα από το προς εξέταση κείμενό.

β) Ο Γιώργος Ιωάννου σε συνέντευξή του έχει σχολιάσει το εξής: «Αυτοί που ασχολούνται με το αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή φανταστικό, δεν ξέρουν τι λένε, και εν πάση περιπτώσει δεν καταλαβαίνουν από τη λειτουργία της λογοτεχνικής δοκιμασίας».
Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν στο εξεταζόμενο κείμενο; Γιατί, κατά τη γνώμη σας, στο πλαίσιο της λογοτεχνικής δοκιμασίας καθίσταται αδιάφορο αν το κείμενο συντίθεται με αυτοβιογραφικά ή φανταστικά στοιχεία; (Μονάδες 12)
[Μονάδες 20]

Β2. α) Να εντοπίσετε στο κείμενο δυο μεταφορές και δύο παρομοιώσεις, και να ερμηνεύσετε το νόημά τους. (Μονάδες 10)

β) «…Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν κάν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί…» Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του δοθέντος αποσπάσματος.

Γ1. α) Στο κείμενο ακολουθούνται οι τεχνικές του διασπασμένου και του αδιάσπαστου θέματος. Να υποδείξετε πώς γίνεται εμφανής στο κείμενο η χρήση τους. (Μονάδες 12) 

β) «Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.» Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13) [Μονάδες 25]

 Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο, το πεζογράφημα του Γιώργου Ιωάννου «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» με το απόσπασμα που ακολουθεί από το πεζογράφημα «Ο δούξ του Σπρούξ» του ίδιου συγγραφέα. [Μονάδες 20]

«Ο δούξ του Σπρούξ»

«Όταν πρωτοπήγα, ο δούξ του Σπρούξ είχε πελατεία από πελοποννήσιους κυρίως. Άνθρωποι μελαχρινοί, πονηροί και σπαθάτοι. Αναφέρομαι στους νεαρούς φυσικά, γιατί τότε γέρους δεν έβαζαν στο δωμάτιό μου. Ατέλειωτες συζητήσεις κάμναμε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας. Τόσο καλές ώστε την επόμενη βραδιά μαζεύονταν νωρίς νωρίς και με περίμεναν. Προτιμούσαν τη δικιά μου παρέα κι από βόλτες κι από σινεμά κι από βρωμοέρωτες της Ομόνοιας. Και τι δε μάθαινα εκείνες τις νύχτες.
...
Όταν μετά από καιρό ξανακατέβηκα, η διεύθυνση είχε αλλάξει. Ο επιχειρηματίας ήταν τώρα απ’ τη Μακεδονία. Έφριξα με την τόλμη του. Τι γύρευε αυτός μες στου λύκου το στόμα; Και πράγματι οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η πελοποννησιακή πελατεία είχε σχεδόν σύσσωμη ξεκόψει. Πολλά απ’ τα πονηρά δεν τα σήκωνε ή μάλλον δεν τα τολμούσε ο νέος αφέντης. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν απ’ τη μακεδονική ύπαιθρο, πόντιοι κυρίως. Δεν ενδιαφέρονταν παρά για το πώς θα τελειώσουν το γρηγορότερο τις δουλειές τους. Το βράδυ στο δωμάτιο έκαμναν συνήθως λογαριασμούς και δεν μιλούσαν καθόλου. Ύστερα έπεφταν για ύπνο. Τους έλεγα πως είμαι πελοποννήσιος για να με φοβούνται. Ξέρω τη γνώμη τους για τους πελοποννήσιους.
Ο μακεδόνας, όπως ήταν επόμενο, γρήγορα παράτησε την επιχείρηση. Κι έτσι σε λίγους μήνες βρήκα αφεντικό έναν κερκυραίο. Αυτός τα παρακατάφερνε. Είχε ξαναφέρει αρκετή απ’ την παλιά πελατεία κι είχε γεμίσει το ξενοδοχείο του από επτανήσιους. Ευγενικοί, δειλοί, και φλύαροι άνθρωποι, παρόλο που πολλοί τους είχαν μια ασυνήθιστη σκληράδα στα χαρακτηριστικά. Ο δούξ του Σπρούξ άρχισε να ξαναγνωρίζει παλιές του δόξες. Μέχρι σιγανές καντάδες ακούγονταν στα δωμάτια. Και συχνά τις νύχτες απολάμβανα υπερβολικές περιγραφές των τοπίων της επτανήσου. Μέσα στον ευγενικό και θερμόαιμο εκείνο λαό ένιωθα όσο ποτέ σαν δούξ του Σπρούξ.
Τώρα μελετώ τους ηπειρώτες. Βάσκανος μοίρα σήκωσε τα μυαλά του κερκυραίου και άνοιξε άλλο μεγαλύτερο ξενοδοχείο. Φυσικά, μετέφερε και την ακολουθία του. Εγώ όμως παραμένω πιστός στα πάτρια. Δε λέμε και πολλά πράγματα με τους σοβαρούς ηπειρώτες. Άλλωστε, τα ρητά των προγόνων μας τα σχετικά με την αξία της σιωπής ουδέποτε είχαν τόση επικαιρότητα. Κανένας επαρχιώτης, και πολύ περισσότερο βόρειος, δεν κατεβαίνει πια στην πρωτεύουσα για γλέντι. Δεν υπάρχει κέφι –γενικό το κακό.»

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του Ιωάννου είναι η αγάπη του στην παρατήρηση, η οποία δεν επικεντρώνεται τόσο στη φύση ή σε τοπία, όσο στους ανθρώπους που συναντά γύρω του. Αν και -από επιλογή- μοναχικός άνθρωπος ο Ιωάννου, εντούτοις αγαπά ιδιαίτερα τους ανθρώπους και αντλεί μεγάλη ευχαρίστηση από την παρατήρησή τους και πολύ συχνά από ευκαιριακές συζητήσεις με ανθρώπους που έχει μόλις συναντήσει.
Η προσοχή του συγγραφέα στη λεπτομέρεια και η επιμονή του στη μελέτη των ανθρώπων, του παρέχει τη δυνατότητα να εντοπίζει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των Ελλήνων ανάλογα με τον τόπο καταγωγής του. Όπως, αντίστοιχα, κατορθώνει να αντιλαμβάνεται τον τόπο καταγωγής των προσφύγων της Θεσσαλονίκης, μόνο και μόνο από την εξωτερική τους εμφάνιση ή την ιδιαίτερη προφορά τους.
Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που αντλούν ιδιαίτερη ευχαρίστηση από την ομορφιά του ελληνικού τοπίου, ο Ιωάννου απολαμβάνει περισσότερο τα «ταξίδια» του στα χαρακτηριστικά και στις συμπεριφορές των ανθρώπων της Ελλάδας. Παρατηρεί με αγάπη, διαπιστώνει και καταγράφει συνήθειες, τρόπους και αντιλήψεις, των απλών ανθρώπων της χώρας, με τον ίδιο θαυμασμό που ένας φυσιολάτρης θα παρατηρούσε με ευλάβεια μια όμορφη ακρογιαλιά.
Ο Ιωάννου δεν αποζητά για τα κείμενά του ηρωικά γεγονότα και ξεχωριστούς ανθρώπους, προτιμά κι επιλέγει ανθρώπους καθημερινούς, που γνωρίζουν καλά τους καημούς της βιοπάλης. Δεν επιθυμεί, άλλωστε, να καταγράψει εντυπωσιακές ιστορίες, που να ξεπερνούν το μέτρο, μιας και ο ίδιος είναι ένας απλός άνθρωπος με τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους πόνους, που βιώνουν και οι συμπολίτες του. Έτσι, παρόλο που δε θα βρούμε στο έργο του επώνυμους ήρωες με καθηλωτικές ιστορίες, έχουμε εντούτοις την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την καθημερινότητα και τα προβλήματα των ανθρώπων της εποχής του συγγραφέα.  
Στο φτηνό ξενοδοχείο της Ομόνοιας ο Ιωάννου θα «μελετήσει» τους Πελοποννήσιους
και θα εκτιμήσει την εξυπνάδα και τη ντομπροσύνη τους, θα γνωρίσει τους εργατικούς Πόντιους, αλλά και τους ευγενικούς Επτανήσιους, όπως και τους σοβαρούς και λιγομίλητους Ηπειρώτες. Με ανυπόκριτο ενδιαφέρον θ’ ακούσει τις ιστορίες και τα προβλήματα κάθε ανθρώπου που καταλύει στο μικρό εκείνο ξενοδοχείο, παίρνοντας απ’ αυτούς μαθήματα ζωής και γνωρίζοντας -χωρίς καν να μετακινηθεί- την ελληνική ύπαιθρο.
Με παρόμοιο τρόπο, συχνάζοντας στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Θεσσαλονίκης, θα γνωρίσει όλους εκείνους τους ανθρώπους, με την ιδιαίτερη ιστορία και κληρονομιά, που συγκεντρώθηκαν στη μακεδονική πρωτεύουσα, από κάθε πιθανό σημείο του ευρύτερου ελληνισμού. Θα αισθανθεί έντονα δεμένος με τους Θρακιώτες -μιας κι ο ίδιος κατάγεται από τα μέρη της Ανατολικής Θράκης- και θα νιώσει το κάλεσμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, έστω κι αν δεν την έχει επισκεφτεί ποτέ.
Ο Ιωάννου, που ως εκπαιδευτικός θα μετατεθεί σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, φτάνοντας ακόμη και στη Λιβύη, θα περάσει στο έργο του, όχι τους τόπους και την όμορφή φύση τους, αλλά τους ανθρώπους. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, μα πάντοτε γνήσιοι, που με τη ζωή τους αποδίδουν εξαίρετα τις πολυποίκιλες διακυμάνσεις και περιπέτειες της ελληνικής ιστορίας.

ούτε προπάντων τις φυσιογνωμίες τους. Πολλές φορές ένιωθε να τον τραβούν απ’ το σακάκι μέσα στο δρόμο, και πάντα ήθελε μερικά δευτερόλεπτα για να θυμηθεί, πως αυτή που τον χαιρετούσε τόσο εγκάρδια ήταν μια συγγένισσά του ή κάποια γειτονοπούλα. Μ’ αυτά τα συμπτώματα, όσο περνούσε ο καιρός, τον έζωναν τα φίδια. Και για μοναδική ανακούφισή του είχε την υπόνοια, ότι κι αυτές ποτέ τους δεν τον είχανε πραγματικά κοιτάξει.»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιο σας θα δημοσιευτεί μετά από έγκριση του διαχειριστή. Ευχαριστούμε!