Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΝ. 16 & 20

Ενότητα 16η

οἰκεῖν, μέτοικοι, οἰκήσεως < οἰκέω -ῶ < οἶκος < Fοικ-ος: αποικία, αποικισμός, αποικιστικός, διοίκηση, διοικητής, ενοίκιο, ένοικος, ιδιοκατοίκηση, κατοικία, κάτοικος, μετοικεσία, μετοίκηση, μέτοικος, μονοκατοικία, οίκημα, οίκηση, οικήτωρ, οικία, οικισμός, οικιστικός, οικογένεια, οικοδεσπότης, οικοδόμος, οικολογία οικολόγος, οικονομία, οικονόμος, οικόπεδο, οίκος, οικόσημο, οικόσιτος, οικοσκευή, οικοσύστημα, οικότροφος, οικουμένη, παροικία, πάροικος, περίοικος, πολυκατοικία, συγκατοίκηση, συγκάτοικος, συνένοικος, συνοικία.
δοῦλοι < δοῦλος (ὁ) (< από τη ρίζα του ρ. δέω-ῶ δέσ-υλος· με ετεροίωση > δόσ- υλος· με αποβολή το σ > δό-υλος· με συναίρεση > δοῦλος): αδούλευτος, αδούλωτος, δουλειά, δουλεία, δουλεμπορία, δουλεμπόριο, δουλέμπορος, δουλευτής, δουλικός, δουλικότητα, δουλοκτήμονας, δουλοκτητικός, δουλοπαροικία, δουλοπάροικος, δουλοπρέπεια, δουλοπρεπής, δουλοφροσύνη, εθελοδουλία, εκδούλευση, υπόδουλος, υποδούλωση.

κοινωνοῦσι, κοινωνεῖν < κοινωνέω -ῶ < κοινωνὸς < κοινός (θ. κοινωνέσ- + κατάληξη –ω· με αποβολή του σκαι συναίρεση > κοινωνέω > κοινωνῶ): ακοινώνητος, αξιοκοινώνητος, επικοινωνία, κοινό (το), κοινόβιο, κοινοβούλιο, κοινοκτημοσύνη, κοινοποίηση, κοινοπολιτεία, κοινοπραξία, κοινότητα, κοινοτικός, κοινοτοπία, κοινόχρηστος, κοινώνημα, κοινωνία, κοινωνικός, κοινωνικότητα, κοινωνιολογία, κοινωνιολόγος, κοινωνός, κοινωφελής, συγκοινωνία, συγκοινωνιολόγος.
δικαίων, δίκην, δικάζεσθαι < δίκη < δίκαιος (= αυτός που ευλαβείται τα νόμιμα, τα καθιερωμένα): αδικαίωτος αδίκαστος, αδικία, άδικος, αντιδικία, αντίδικος, διαδικασία, διάδικος, διεκδίκηση, διεκδικητικός, δικαιικός, δίκαιο (το), δικαιοδοσία, δικαιολογία, δίκαιος, δικαιοσύνη, δικαίωμα, δικαιωματικός, δικαίωση, δικανικός, δικάσιμος, δικαστήριο, δικαστής, δικαστικός, δίκη, δικηγορία, δικηγορικός, δικηγόρος, δικογραφία, δικόγραφο, δικολάβος, δικονομία, εκδίκαση, εκδίκηση, εκδικητικός, καταδίκη, κατάδικος, στρεψοδικία, στρεψόδικος, συνδικαλιστής, τελεσίδικος, υπόδικος, φιλοδικία, φιλόδικος, φυγοδικία, φυγόδικος, χειροδικία.
μετέχοντες, ὑπέχειν < ἔχω (θ. σεχ-, ἑχ-, σχ-, σχε-> σχη-): ακάθεκτος, αλληλουχία, αμέτοχος, ανακωχή, ανεκτικός, ανέχεια, ανοχή, αποχή, άσχετος, δικαιούχος, διπλωματούχος, ενοχικός, ένοχος, έξη, εξής, εξοχή, εποχή, εσοχή, ευεξία, ευωχία, εφεκτικός, εχεμύθεια, εχέμυθος, ζαχαρούχος, ηνίοχος, κατοχή, καχεκτικός, καχεξία, κληρουχία, κληρούχος, μέθεξη, μειονέκτημα, μειονεκτικός, μειονεξία, μετοχή, μετοχικός, μέτοχος, οχυρός, οχύρωση, παροχή, πάροχος, περιέκτης, περιεκτικός, περιοχή, πλεονέκτημα, πλεονεκτικός, πλεονεξία, προεξοχή, προνομιούχος, προσεκτικός, πτυχιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, σοκολατούχος, συμβασιούχος, συνέχεια, συνοχή, συνταξιούχος, σχεδία, σχεδιαστήριο, σχεδιαστής, σχέδιο, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχηματικός, σχολαστικός, σχολείο, σχολή, τροπαιούχος.

ὑπάρχει < ὑπὸ + ἄρχω: αναρχία, αναρχικός, ανύπαρκτος, ανυπαρξία, απαρχή, αρχαϊκός, αρχαίος, αρχαιότητα, αρχάριος, αρχέγονος, αρχείο, αρχέτυπος, αρχή, αρχηγείο, αρχηγία, αρχηγός, αρχίατρος, αρχικός, αρχιμάγειρας, αρχιτέκτονας, αρχομανής, αρχομανία, αρχονταρίκι, άρχοντας, αρχοντικός, αυθύπαρκτος, αυθυπαρξία, γυμνασιάρχης, δασαρχείο, δασάρχης, δυαρχία, εναρκτήριος, έναρξη, επαρχία, έπαρχος, εργοστασιάρχης, ίππαρχος, ληξίαρχος, λήσταρχος, λυκειάρχης, μεραρχία, μοίραρχος, ναύαρχος, νομάρχης, πατριαρχείο, πατριάρχης, πειθαρχία, πλοίαρχος, σταθμάρχης, στρατάρχης, συνύπαρξη, ταξιαρχία, ταξίαρχος, υπαρκτικός, υπαρκτός, ύπαρξη, υπαρχηγός, ύπαρχος, φεουδαρχία, φεουδαρχικός.

συμβόλων < σὺν + βάλλω: αδιάβλητος, αμφιβολία, αναβλητικός, αναβολή, ανυπέρβλητος, απόβλητος, απρόσβλητος, βαλβίδα, βαλλιστικός, βαλτός, βεληνεκές, βελόνα, βέλος, βλήμα, βολή, βολίδα, βόλος, διαβλητός, διαβολή, έμβλημα, έμβολο, επιβλητικός, ευμετάβολος, καταβολή, κεραυνοβόλος, λιθοβολισμός, παράβολο, περιβάλλον, πρόβλημα, προβολή, προσβλητικός, προσβολή, πυροβολισμός, συμβολή, σύμβολο, σφαιροβολία, υπερβολή, υποβλητικός.
ἁπλῶς < ἁπλοῦς: απλά, απλογραφία, απλοέπεια, απλοϊκός, απλοϊκότητα, απλοποίηση, απλός, απλούστευση, απλουστευτικός, απλώς (= μόνο).
ὁρίζεται < ὁρίζομαι (< FορFος > ὅρος· θ. ὁρίδ- + πρόσφυμα –j + κατάληξη –ω > ὁρίζω): αδιόριστος, ακαθόριστος, αοριστία, αοριστολογία, αοριστολογικός, αόριστος, αφορισμός, αφοριστικός, διορισμός, εξορία, εξόριστος, καθορισμένος, καθοριστικός, μεθόριος, οριακός, ορίζοντας, οριζόντιος, οριζοντίωση, όριο, οριοθέτηση, ορισμός, οριστική, οριστικοποιημένος, οριστικός, παραμεθόριος, περιορισμός, περιοριστικός, προκαθορισμός, προορισμός, προσδιορισμός, προσδιοριστικός, συνοριακός, σύνορο.
κρίσεως, κριτικῆς < κρίνω: αδιακρισία, αδιευκρίνιστος, ανάκριση, ανακριτικός, ανταπόκριση, ανταποκριτής, απόκριση, αποκριτικός, διάκριση, διακριτικός, διακριτικότητα, διευκρίνιση, έγκριση, έγκριτος, έκκριση, επίκριση, επικριτικός, ευκρίνεια, ευκρινής, κρίμα (το), κρίνω, κρίση, κρίσιμος, κρισιμότητα, κριτήριο, κριτής, κριτική, κριτικός, προκριματικός, πρόκριση, πρόκριτος, σύγκριση, συγκριτικός, υποκρισία, υποκριτής, υποκριτικός.
ἐστίν, ἐξουσία, εἶναι < εἰμὶ (ρ. ἐσ-, μι-κατάληξη· με αφομοίωση > ἐμ-μὶ· με απλοποίηση και αντέκταση > εἰμί): ανούσιος, απουσία, εξουσιαστικός, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ομοούσιος, ον (το), οντολογία, οντολογικός, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παροντικός, παρουσία, παρουσιαστικό, πεμπτουσία, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος.
φανερὸν < φαίνομαι: αφάνεια, αφανής, άφαντος, διαφάνεια, διαφανής, εμφανής, έμφαση, επιφάνεια, επιφανής, επίφαση, καταφανής, περιφανής, συκοφάντης, συκοφαντικός, υπερηφάνεια, υπερήφανος, φαεινός, φαινομενικός, φαινόμενο, φανάρι, φανερός, φανός, φαντασία, φαντασιόπληκτος, φαντασίωση, φάντασμα, φαντασμαγορικός, φανταστικός, φάσμα, φως.
λέγομεν, εἰπεῖν < λέγω (θ. λέγ-, Fερε-, ἐρε-, Fρε-> ῥε-> ῥη-, Fερ-, Fεπ- > εἰπ-): αναλογία, αναλογικός, αναντίλεκτος, ανείπωτος, απολογητικός, απολογία, απόρρητος, αρηματικός, άρρητος, δασολογία, διάλεκτος, διάλεξη, διαλογή, διαλογικός, διάλογος, δυσλεκτικός, δυσλεξία, έλλογος, επικός, επιλεκτικός, επίλεκτος, επιλογή, επιλογικός, επίλογος, επίρρημα, έπος, επύλλιο, θεολόγος, ιδιόλεκτος, κατάλογος, κυριολεκτικός, κυριολεξία, λεκτικός, λέξη, λέξημα, λεξικό, λεξικογράφος, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λογική, λογικός, λόγος, μετεωρολογία, μετεωρολογικός, μονολεκτικός, μονόλογος, ομολογία, παράλογος, παρρησία, πολυλογάς, πρόλογος, ρήμα, ρήση, ρητό (το), ρήτορας, ρητορικός, ρητός, ρήτρα, συλλογή, συλλογικός, σύλλογος, συνδιάλεξη, υπόλογος.
ἱκανὸν < ἱκνέομαι -οῦμαι: ανέφικτος, ανίχνευση, άφιξη, εξιχνίαση, εφικτός, ικανοποίηση, ικανοποιητικός, ικανός, ικανότητα, ικεσία, ικετευτικός, ικέτης, ιχνηλάτης, ίχνος, καθήκον, προίκα.
αὐτάρκειαν < αὐτὸς + ἀρκέω -ῶ < ἄρκος (θ. ἀρκέσ- + κατάληξη –ω· με αποβολή του σ > ἀρκέω· με συναίρεση > ἀρκῶ): αρκετός, αυτάρκεια, αυτάρκης, ολιγάρκεια, ολιγαρκής, ανεπάρκεια, ανεπαρκής, διάρκεια, διαρκής, επάρκεια, επαρκής.
ζωῆς < ζήω -ῶ: αναζωογόνηση, αναζωογονητικός, ευζωία, ζήση, ζωγραφιά, ζωγραφική, ζωγραφιστός, ζωγράφος, ζωδιακός, ζώδιο, ζωή, ζωηράδα, ζωηρός, ζωηρότητα, ζωικός, ζωντάνια, ζωντανός, ζώο, ζωογόνος, ζωοδότης, ζωολογία, ζωολογικός, ζωοποιός, ζωτικός, ζωτικότητα, ζωύφιο, ζωώδης, φιλόζωος.

Ενότητα 20η

νομοθετητέον < νόμος + τίθημι: νομοθεσία, νομοθέτημα, νομοθετημένος, νομοθέτης, νομοθετικός.

παιδείας, παιδεύεσθαι < παιδεύω < παῖς (θ. παιδ- + -εύω): απαίδευτος, απαίδευτος, διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση, εκπαιδευτήριο, εκπαιδευτής, εκπαιδευτικός, κολεγιόπαιδο, μοναχοπαίδι, ομορφόπαιδο, παιδαγώγηση, παιδαγωγικός, παιδαγωγός, παιδαριώδης, παιδεία, παίδεμα, παιδεμός, παίδευση, παιδευτικός, παιδί, παιδιάστικος, παιδικός, παιδικότητα, παιδιόθεν, παιδίσκη, παιδοκτόνος, παιδομάζωμα, παιδονόμος, παιδότοπος, παιδοχειρουργική, παίκτης, παιχνίδι, παλιμπαιδισμός, παλιόπαιδο, παραπαιδεία, στερνοπαίδι, ψυχοπαίδι.
ποιητέον < ποιέ-ω > ποιῶ: αντιποίηση, αρτοποιείο, αχειροποίητος, θεοποίητος, μεταποιητικός, περιποιητικός, ποίημα, ποίηση, ποιητής, ποιητικός, προσποιητός.
ἔσται < εἰμὶ (ρ. ἐσ-, μι-κατάληξη· με αφομοίωση > ἐμ-μὶ· με απλοποίηση και αντέκταση > εἰμί): εξουσιαστικός, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, οντολογία, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παροντικός, παρουσιαστικό, πεμπτουσία.
χρὴ < χρή, ἡ (= ανάγκη, άκλιτο): άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος, χρεία, χρειώδης, χρεόγραφο, χρεολύσιο, χρήστης, χρηστικός.
δεῖ: αδέητος, δέηση, δεητικός ενδεής, ένδεια.
λανθάνειν < λανθάνω (θ. ληθ-, λᾰθ-. Ο ενεστώτας προήλθε από: θ. λαθ-+ πρόσφυμα ν πριν τον χαρακτήρα θ και αν μετά τον χαρακτήρα > λανθάνω. Ο μέλλοντες προήλθε από: θ. ληθ-σ-ω· με αποβολή του οδοντικού θ πριν από το σ > λήσω): αλάθητος, αλήθεια, αληθής, αληθινός, άληστος, επιλήσμων, λάθος, λάθρα, λαθραίος, λαθρεμπόριο, λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης, λαθροθηρία, λαθροκυνηγός, λαθρομετανάστης, λήθαργος, λήθη, λησμονιά, λησμοσύνη.
ἀμφισβητεῖται < ἀμφισβητέω-ῶ (< ἀμφὶς + θ. βη + προσφύματα τ και ε > ἀμφισβητέω-ῶ με αύξηση εσωτερική και εξωτερική: ἠμφεσβήτουν): αμφισβήτηση, αμφισβητήσιμος, αμφισβητίας, αναμφισβήτητα, αναμφισβητήτως.

ὑπολαμβάνουσι, εἴληφε < ὑπὸ + λαμβάνω (θ. σλαβ-, σληβ-, λαβ- + πρόσφυμα ν πριν από τον χαρακτήρα β καιαν μετά τον χαρακτήρα > λα-ν-β-άν -ω· με τροπή του ένρινου σε μ πριν από το χειλικό β > λαμβάνω. θ. ληβ-σ-ομαι > λήψομαι. Ο παρακείμενος προέκυψε από: σε-σλα-φα > σε-σλη-φα· με αφομοίωση > σε-λλη-φα· με απλοποίηση > σε-λη-φα· με αποβολή του σ > ἔ-λη-φα· με αντέκταση > εἴληφα): ακατάληπτος, αμεροληψία, αμφιλαφής, ανεπανάληπτος, αντιλαβή, αντιληπτός, αντίληψη, απολαβή, ασύλληπτος, δικολάβος, εικονολήπτης, επανάληψη, επιληψία, εργολάβος, εύληπτος, ευυπόληπτος, ηχολήπτης, ηχοληψία, θρησκόληπτος, θρησκοληψία, κατάληψη, λαβή, λάφυρα, λήμμα, λήπτης, λήψη, μεροληψία, μετάληψη, παραλαβή, παραλήπτης, περιληπτικός, περίληψη, προκατάληψη, προληπτικός, πρόσληψη, συλλαβή, σύλληψη, υπόληψη, υπολήψιμος, χειρολαβή.
μανθάνειν, μάθησιν < μανθάνω (θ. μαθ- + πρόσφυμα ν πριν από τον χαρακτήρα θ + πρόσφυμα αν μετά τον χαρακτήρα > μανθ –άν –ω· ο μέλλοντας προκύπτει από: θ. μαθ-+πρόσφυμα ε > μαθ-έ-σμαι· με έκταση του ε σεη > μαθήσομαι): αμαθής, άμαθος, αυτόματος, καλομαθημένος, μάθημα, μαθηματικός, μάθηση, μαθησιακός, μαθητεία, μαθητεύω, μαθητής, μαθητικός, οψιμαθής.
νέους < νέος: νεανίας, νεανικός, νεανίσκος, νεαρός, νεογέννητος, νεογνό, νεόδμητος, νεοελληνικός, νεόκοπος, νεολαία, νεόνυμφος, νεόπλουτος, νεοσσός, νεοσύλλεκτος, νεοσύστατος, νεότατος, νεότερος, νεότητα, νερό (< νηρός < νεαρός = φρέσκος, νωπός: νεαρὸν ὕδωρ > νερό, ουσιαστικοποιήθηκε ο επιθετικός προσδιορισμός και υπερίσχυσε έναντι του ουσιαστικού στην καθημερινή ομιλία), νιότη.
διάνοιαν < διὰ + νοῦς: ανοησία, ανόητος, διανόηση, διανοητικός, διάνοια, διχόνοια, δυσνόητος, έννοια, εννοιολογικός, επινόηση, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, κατανόηση, μετάνοια, νοερός, νόημα, νοηματικός, νόηση, νοητικός, νοητός, νουθεσία, νουνεχής, ομόνοια, παρανόηση, παράνοια, παρανοϊκός, προνοητικός, πρόνοια, συνεννόηση, υπόνοια, υπονοούμενο.
πρέπει < πρέπω: απρέπεια, απρεπής, άπρεπος, διαπρεπής, ευπρεπής, μεγαλοπρεπής, πρέπον, πρεπόντως, πρεπώδης.
ἀσκεῖν < ἀσκέω-ῶ (θ. ἀσκ- + προσφύματα j και ε > ἀσκέjω· με αποβολή του j > ἀσκέω· με συναίρεση > ἀσκῶ): ανάσκητος, άσκημα, άσκηση, ασκηταριό, ασκητήριο, ασκητής, ασκητικός, ενάσκηση, εξάσκηση, ξιφασκία, σωμασκία.

χρήσιμα, χρήσεις, ἄχρηστον < χρήομαι -ῶμαι: αχρησιμοποίητος, άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος, ιδιοχρησία, χρήμα, χρηματικός, χρήση, χρησιμοθήρας, χρησιμοποίηση, χρήσιμος, χρησιμότητα, χρησμός, χρήστης, χρηστικός, χρηστός.
τείνοντα < τείνω (θ. τεν- + πρόσφυμα j > τενjω· με αφομοίωση > τέννω· με απλοποίηση > τένω· με αναπληρωματική έκταση > τείνω. θ. ταν-, τᾰ και με ποιοτική μεταβολή στο θέμα τεν- > το-. Ο αόριστος σχηματίστηκε από: ἔ - τεν- σ- α· με αφομοίωση > ἔτεννα· με απλοποίηση > ἔτενα· με αντέκταση > ἔτεινα): ανάταση, αντέκταση, ατενής, ατενώς, ατονία, άτονος, βαρύτονος, διάταση, έκταση, ένταση, εντατικός, έντονος, επέκταση, επεκτατικός, επίταση, επιτατικός, ισότονος, μονοτονία, μονότονος, οξύτονος, παράταση, παρατεταμένος, παράτονος, παροξύτονος, προέκταση, προπαροξύτονος, πρόταση, προτασιακός, ταινία, τάση, τένοντας, τέτανος, τονικός, τονικότητα, τονισμός, τόνος, υπέρταση, υπερτασικός, υπόταση, υποτασικός, υποτείνουσα.
ὁμολογούμενον < ὁμολογέομαι-οῦμαι < ὁμόλογος < ὁμοῦ + λέγω: εξομολόγος, ομολόγημα, ομολογητής, ομολογία, ομολογιακός, ομολογιούχος, ομόλογος, ομολογουμένως.
τιμῶσιν < τιμάω -ῶ < τιμὴ (θ. τιμᾰ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ω > τιμάjω > τιμάω > τιμῶ): ανεκτίμητος, ανέντιμος, αντίτιμο, αποτίμηση, ατίμητος, ατιμία, άτιμος, ατιμωρησία, ατιμώρητος, ατιμωτικός, διατίμηση, εκτίμηση, εκτιμητής, έντιμος, εντιμότητα, επιτιμητικός, επίτιμος, πολυτίμητος, πρόστιμο, προτίμηση, τιμαλφή (τα), τιμάριθμος, τιμή, τίμημα, τιμημένος, τίμηση, τιμητής, τιμητικός, τίμιος, έντιμος, τιμοκατάλογος, τιμοκρατία, τιμολόγιο, τιμωρία, υποτίμηση, υποτιμητικός.
διαφέρονται < διὰ + φέρω (θ. φέρ-, φορ-, φαρ-, φωρ-, φρ-, οἰ-, ἐνεκ-): αμφορέας, αντιπροσφορά, διαφορά, διαφορετικός, διαφορικό, διάφορος, διένεξη, διηνεκής, εισφορά, εκφορά, πολύφερνος, πρόσφορο, προφορικός, συμπεριφορά, σύμφορος, φαρέτρα, φερέγγυος, φερνή, φερτός, φερώνυμος, φορά, φόρος, φωριαμός.

διδάσκεσθαι < διδάσκω (θ. δα-, δακ- + πρόσφυμα σκ- + ενεστωτικός αναδιπλασιασμός δι + κατάληξη –ω > δι-δά-σκ-ω): αδίδακτος, δίδαγμα, διδακτήριο, διδακτισμός, διδακτός, δίδακτρα, διδασκαλείο, διδασκαλία, διδάσκαλος, διδαχή, διδάχος.
διῃρημένων < διὰ + αἱρέω-ῶ (ρ. Fαρ- + πρόσφυμα j· με επένθεση > Fαιρ-· με δάσυνση > αἱρ- · με πρόσληψη του προσφύματος ε < αἱρ-έ· με κατάληξη ω και συναίρεση > αἱρέω-ῶ. ρ. Fελ- και Fαλ- · με συλλαβική αύξηση ο αόριστος β΄: ἐFελ-ον >· με αποβολή του F > ἔελον· με συναίρεση > εἷλον· η δασεία προέκυψε από αναλογία προς τον ενεστώτα): αιρετικός, αιρετός, αναίρεση, αναιρετικός, αναφαίρετος, αρχαιρεσίες, αφαιρετικός, αφηρημάδα, αφηρημένος, διαίρεση, διαιρετέος, διαιρέτης, εξαιρετικός, προαίρεση.
ἐλευθερίων, ἀνελευθερίων, ἐλευθέρων < ἐλεύσομαι (μέλλ. του ἔρχομαι): διέλευση, ελευθερία, ελευθέριος, ελευθεριότητα, ελευθεροστομία, ελευθεροτυπία, ελευθέρωση, ελευθερωτής, Ελευσίνα, παρέλευση, προσέλευση, συνέλευση.
μετέχειν < μετὰ + ἔχω (θ. σεχ-, σχ-, σχ + πρόσφυμα ε > σχε-, > σχη-, ἑχ-): αμέτοχος, ανακωχή, ανεκτικός, ανοχή, άσχημος, έξη, εξοχικός, έξοχος, κληρουχία, κληρούχος, μέθεξη, μετοχή, μετοχικός, μέτοχος, περιοχή, ραβδούχος, σκηπτούχος, σχεδόν, σχέση, σχήμα, σχηματικός, σχολείο, σχολή, σχόλη.

νομίζειν < νομίζω < νόμος < νέμω (θ. νομίδ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ω > νομίδjω > νομίζω): νόμισμα, νομισματικός, νομισματοκοπείο, νομισματοκόπτης, νόμος.
ἀπεργάζονται, (ρ. Fεργ-, θ. εργάδ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ομαι > ἐργάδjομαι > ἐργάζομαι. Ο παρατατικός προέκυψε από το θέμα Fεργ- με χρονική αύξηση > ἐ-Fεργαζ- όμην· με αποβολή του F > ἐεργαζόμην· με συναίρεση > εἰργαζόμην): αεργία, άεργος, ακατέργαστος, ανενεργός, ανεργία, άνεργος, απεργία, απεργός, δημιούργημα, δημιουργός, διεργασία, ενέργεια, επεξεργασία, εργαλείο, εργασία, εργάσιμος, εργασιοθεραπεία, εργασιομανής, εργαστήριο, εργάτης, εργατικός, εργατικότητα, εργατοπατέρας, εργατοϋπάλληλος, εργατοώρα, έργο, εργοδηγός, εργολαβικός, εργολάβος, εργολήπτης, εργόχειρο, εργώδης, κακούργημα, κακούργος, καλλιέργεια, κατεργασμένος, κωλυσιεργία, μεταλλουργία, μεταξουργία, μουσουργός, ξυλουργός, όργανο, όργιο, πανούργος, πάρεργο, περιέργεια, περίεργος, προεργασία, ραδιενεργός, ραδιούργος, στιχουργός, συνεργατικός, συνεργός, υφαντουργία, χειρουργός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιο σας θα δημοσιευτεί μετά από έγκριση του διαχειριστή. Ευχαριστούμε!