Ενότητα 11η
πόλις: αντιπολίτευση, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, κοινοπολιτεία,
κωμόπολη, μεταπολίτευση, πόλη, πολιούχος, πολιτεία, πολιτειακός, πολιτευτής,
πολίτης, πολιτικάντης, πολιτικολογία, πολιτικοποίηση, πολιτικός, πολιτισμικός,
πολιτισμός, συμπολίτης.
ὁρῶμεν < ὁράω -ῶ: (θ. Foρᾱ- > ὁρᾱ-ω > ὁρῶ· θ. ὀπ- + σο + μαι > ὄψομαι·
θ. Fιδ- > ἔ - Fιδ- ον > εἶδον με αποβολή του F και συναίρεση. Ο
παρατατικός προέκυψε από αύξηση η:
ἠ- Fορᾱ- ον· με αποβολή του F και αντιμεταχώρηση των φωνηέντων > ἐώραον· με
δάσυνση του ἐ από επίδραση του ενεστώτα και
συναίρεση > ἑώρων. Ο παρακείμενος σχηματίζεται από: Fε-Fόρα-κα· με δάσυνση
του πρώτου F και αποβολή του δεύτερου > ἑ-όρα-κα· με έκταση > ἑώρακα. Ο
δεύτερος τύπος παρακειμένου: ὀπ- μαι· με χρονική αύξηση και αφομοίωση τουπ σε μ > ὦμμαι): αδιόρατος,
αντικατοπτρισμός, αόμματος, αόρατος, αυτόπτης, αυτοψία, διορατικός, είδος,
ειδύλλιο, είδωλο, ενόραση, επόπτης, εποπτικός, θεόρατος, θυρωρός, ιδανικός,
ιδέα, ιδεατός, ιδεολογία, ιδεολογικός, ιδεολόγος, κάτοπτρο, κάτοψη, μέτωπο,
όμμα, οπή, οπτικός, όραμα, οραματιστής, όραση, ορατός, οφθαλμός, όψη, πανόραμα,
παρόραμα, παρωπίδα, πρόσοψη, προσωπίδα, πρόσωπο, συνοπτικός, τηλεόραση,
ύποπτος, υποψία.
οὖσαν, εἶναι, ἐστὶν
< εἰμὶ (ρ. ἐσ-, μι-κατάληξη· με αφομοίωση > ἐμ-μὶ· με
απλοποίηση και αντέκταση > εἰμί): ανούσιος, απόν, απουσία, εξουσία,
εξουσιαστικός, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ομοούσιος,
ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν (το),
παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος, τω όντι.
συνεστηκυῖαν < σὺν +
ἕστηκα < ἵσταμαι (θ. στη- και στᾰ-. Ο
ενεστώτας σχηματίστηκε από τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σι-, το θέμα στη- και την κατάληξη –μι > σί-στη-μι·
το σ τρέπεται σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία, ακατάστατος, αμαξοστάσιο,
αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα, αντικατάσταση,
αντικαταστάτης, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης,
απόστημα, αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, άστατος, ασυστηματοποίητος, διάσταση,
διάστημα, έκσταση, ένσταση, επαναστάτης, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος,
επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστίο, ιστός, κατάσταση, καταστατικό, μεταστατικός,
μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης, παραστατικός,
παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση,
σταθερός, σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος,
στασιμότητα, στατήρας, στατικός, σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω,
στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, σύσταση, συστατικός,
σύστημα, συστηματικός, υπόσταση.
δοκοῦντος < δοκέω -ῶ: αδόκητος, αδοκήτως, αδόκιμος, άδοξος, αισιοδοξία, αισιόδοξος,
απαισιοδοξία, απαισιόδοξος, απροσδόκητος, δόγμα, δογματικός, δογματικότητα,
δογματισμός, δοκάνη, δοκησίσοφος, δοκιμασία, δοκιμή, δοκίμιο, δοκιμιογράφος,
δόκιμος, δόξα, δοξασία, δοξαστικός, δοξολογία, ένδοξος, επίδοξος, κενόδοξος,
ματαιοδοξία, ματαιόδοξος, μισαλλοδοξία, μισαλλόδοξος, ορθόδοξος, παραδοξολογία,
παράδοξος, προσδοκία, προσδόκιμος, φιλοδοξία, φιλόδοξος.
πράττουσι < πράττω (θ. πραγ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ω > πράττω / πράσσω.
Όλα τα λήγοντα σε -ᾰττω ρήματα έχουν το ᾰ βραχύχρονο. Από τον κανόνα εξαιρείται
το πράττω, καθώς έχει το ᾱ μακρόχρονο): αδιαπραγμάτευτος,
αντίπραξη, απράγμων, άπρακτος, απραξία, διαπραγμάτευση, διάπραξη, εισπράκτορας,
είσπραξη, εμπράγματος, έμπρακτος, εχθροπραξία, κοινοπραξία, πράγμα, πραγματεία,
πράγματι, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πραγματογνωμοσύνη,
πραγματογνώμων, πραγματοποίηση, πραγματοποιήσιμος, πρακτέος, πρακτικό,
πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, πραμάτεια, πράξη, πραξικόπημα,
πραξικοπηματίας, σύμπραξη.
δῆλον < δηλόω -ῶ: άδηλος, αδήλωτος, δηλαδή, δήλωση, δηλωτικός, διαδήλωση,
έκδηλος, εκδήλωση, εκδηλωτικός, κατάδηλος (=ολοφάνερος), πρόδηλος,
συνυποδήλωση.
στοχάζονται < στόχος (θ. στοχαδ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ομαι > στοχάζομαι):
αστόχαστος, αστοχία, άστοχος, βαθυστόχαστος, ευστοχία, εύστοχος, στοχασμός,
στοχαστής, στοχαστικός, στόχαστρο, στόχευση, στοχοθεσία, στοχοποίηση, στόχος.
κυριωτάτου < κύριος: άκυρος, ακύρωση, έγκυρος, εγκυρότητα, επικύρωση, κυρία,
κυριακάτικος, Κυριακή, κυριαρχία, κυρίαρχος, κυρίευση, κυριολεκτικός,
κυριολεξία, κυριότητα, κύρος.
περιέχουσα <περὶ + ἔχω (θ. σεχ-, ἑχ-, σχ-, σχε-> σχη-): ανακωχή, αποχή, άσχετος,
άσχημος, ενοχικός, έξη, εξής, εξοχή, έξοχος, κατεχόμενα, κατοχικός, παροχή,
πάροχος, περιεχόμενο, περιοχή, πολιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, σχεδόν, σχέση,
σχετικός, σχήμα, σχηματικός, σχολείο, σχολή, σχόλη, υπέροχος.
καλουμένη < καλέομαι -οῦμαι: αμετάκλητος, ανάκληση, ανακλητικός, ανακλητός, απρόσκλητος, αυτόκλητος, έγκλημα, εγκληματίας, εγκληματικός, εγκληματολόγος, έγκληση, έκκληση, εκκλησία, εκκλησιαστικός, έκκλητος, επίκληση, κάλεσμα, κλήση, κλητήρας, κλητήριος, κλητικός, κλητός, μετάκληση, μετακλητός, παράκληση, παρακλητικός, παράκλητος, πρόκληση, προκλητικός, πρόσκληση, προσκλητήριο, σύγκληση, συγκλητικός, σύγκλητος.
καλουμένη < καλέομαι -οῦμαι: αμετάκλητος, ανάκληση, ανακλητικός, ανακλητός, απρόσκλητος, αυτόκλητος, έγκλημα, εγκληματίας, εγκληματικός, εγκληματολόγος, έγκληση, έκκληση, εκκλησία, εκκλησιαστικός, έκκλητος, επίκληση, κάλεσμα, κλήση, κλητήρας, κλητήριος, κλητικός, κλητός, μετάκληση, μετακλητός, παράκληση, παρακλητικός, παράκλητος, πρόκληση, προκλητικός, πρόσκληση, προσκλητήριο, σύγκληση, συγκλητικός, σύγκλητος.
Ενότητα 15η
Ἐπισκοποῦντι, σκέψις,
σκεπτέον < σκοπέω -ῶ (θ. σκεπ- + πρόσφυμα τ
+ κατάληξη –ομαι > σκέπτομαι· με ετεροίωση του ε σε ο + πρόσφυμα ε +
κατάληξη –ω > σκοπέω· με συναίρεση > σκοπῶ): ακτινοσκόπηση, ανασκόπηση,
απερίσκεπτος, άσκοπος, αυτοσκοπός, βιντεοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, βυθοσκόπηση,
δημοσκόπηση, ειδωλοσκόπιο, επιδιασκόπιο, επίσκεψη, επισκέψιμος, επισκόπηση,
επίσκοπος, καιροσκόπος, κατασκοπία, κατάσκοπος, κερδοσκοπία, κερδοσκόπος,
μικροσκόπιο, οιωνοσκόπος, περίσκεψη, περισκόπιο, προεπισκόπηση, προσκοπισμός,
πρόσκοπος, σκεπτικισμός, σκεπτικός, σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, σκόπιμος,
σκοπιμότητα, σκοπιωρός, σκοποβολή, σκοπός, στηθοσκόπιο, συνδιάσκεψη, σύσκεψη,
τηλεσκόπιο, ωροσκόπιο, ωροσκόπος.
πόλις: αντιπολίτευση, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, κοινοπολιτεία,
κωμόπολη, μεταπολίτευση, πόλη, πολιούχος, πολιτεία, πολιτειακός, πολιτευτής,
πολίτης, πολιτικάντης, πολιτικολογία, πολιτικοποίηση, πολιτικός, πολιτισμικός,
πολιτισμός, συμπολίτης.
ἰδεῖν, ὁρῶμεν < ὁράω
-ῶ (θ. Foρᾱ- > ὁρᾱ-ω > ὁρῶ· θ. ὀπ- + σο + μαι
> ὄψομαι· θ. Fιδ- > ἔ - Fιδ- ον > εἶδον με αποβολή του F και
συναίρεση. Ο παρατατικός προέκυψε από αύξηση η:
ἠ- Fορᾱ- ον· με αποβολή του F και αντιμεταχώρηση των φωνηέντων > ἐώραον· με
δάσυνση του ἐ από επίδραση του ενεστώτα και
συναίρεση > ἑώρων. Ο παρακείμενος σχηματίζεται από: Fε-Fόρα-κα· με δάσυνση
του πρώτου F και αποβολή του δεύτερου > ἑ-όρα-κα· με έκταση > ἑώρακα. Ο
δεύτερος τύπος παρακειμένου: ὀπ- μαι· με χρονική αύξηση και αφομοίωση του π σε μ > ὦμμαι): αδιόρατος,
αντικατοπτρισμός, αόμματος, αόρατος, αυτόπτης, αυτοψία, διορατικός, είδος,
ειδύλλιο, ειδώλιο, είδωλο, ενόραση, εποπτικός, θεόρατος, θυρωρός, ιδανικός, ιδέα,
ιδεατός, ιδεολογία, ιδεολόγος, ιδεώδης, κάτοπτρο, κάτοψη, μέτωπο, όμμα, οπή,
οπτικός, όραμα, όραση, ορατός, οφθαλμίατρος, οφθαλμός, όψη, πανόραμα,
πανοραμικός, παρόραμα, παρωπίδα, προσωπίδα, πρόσωπο, συνοπτικός, τηλεόραση,
ύποπτος, υποψία.
ἐστιν < εἰμὶ (ρ. ἐσ-, μι-κατάληξη· με αφομοίωση > ἐμ-μὶ· με απλοποίηση
και αντέκταση > εἰμί): ανούσιος, απόν, απουσία, εξουσία, εξουσιαστικός,
επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, μετουσίωση, ομοούσιος,
ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν (το),
παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος, τω όντι.
ἀμφισβητοῦσιν < ἀμφισβητέω-ῶ
< ἀμφὶς (ποιητική πρόθεση = χωριστά, γύρω) + θ. βη- του ρ. βαίνω + προσφύματα τ και ε + κατάληξη –ω > ἀμφισβητέω > ἀμφισβητῶ (με
αύξηση εσωτερική και εξωτερική: ἠμφεσβήτουν): αδιαμφισβήτητος, ακροβάτης,
αμφισβήτηση, αμφισβητήσιμος, αμφισβητίας, ανάβαση, αναβάτης, αναμφισβήτητος,
βάδην, βαθμός, βάθρο, βάση, βατήρας, βατός, βήμα, βηματοδότης, βωμός, διάβαση,
διαβάτης, δύσβατος, έμβασμα, επιβάτης, κατάβαση, παραβάτης, πρόσβαση.
φάσκοντες < φημὶ (θ. φη-, φᾰ-, φᾱ-· με ετεροίωση > φω-): αντίφαση,
αντιφατικός, απόφαση, αποφατικός, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση,
δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, πρόσφατος,
πρόφαση, προφητεία, προφήτης, φάση, φήμη, φημολογία.
πεπραχέναι, πρᾶξιν,
πραγματείαν < πράττω (θ. πραγ- + πρόσφυμα j
+ κατάληξη –ω > πράττω / πράσσω. Όλα τα λήγοντα σε -ᾰττω ρήματα έχουν το ᾰ βραχύχρονο. Από τον κανόνα εξαιρείται
το πράττω, καθώς έχει το ᾱμακρόχρονο):
αδιαπραγμάτευτος, αντίπραξη, άπραγος, άπρακτος, απραξία, διαπραγμάτευση,
διάπραξη, εισπράκτορας, είσπραξη, έμπρακτος, εχθροπραξία, κοινοπραξία,
πεπραγμένο, πολυπράγμων, πράγμα, πραγματεία, πράγματι, πραγματικός, πραγματικότητα,
πραγματισμός, πραγματογνώμονας, πραγματολογία, πραγματοποίηση, πρακτέος,
πρακτικό, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, πραμάτεια, πράξη, πραξικόπημα,
πραξικοπηματίας, σύμπραξη.
ὀλιγαρχία < ὀλίγος +
ἄρχω: αναρχία, αναρχικός, ανυπαρξία, αρχαϊκός, αρχαίος,
αρχαιότητα, αρχάριος, αρχέγονος, αρχείο, αρχέτυπος, αρχή, αρχηγείο, αρχηγία,
αρχηγός, αρχίατρος, αρχικός, αρχιμάγειρας, αρχιτέκτονας, αρχομανής, αρχομανία,
αρχονταρίκι, άρχοντας, αρχοντικός, γυμνασιάρχης, δασαρχείο, δασάρχης, δυαρχία,
εναρκτήριος, έναρξη, επαρχία, έπαρχος, εργοστασιάρχης, ληξίαρχος, λήσταρχος,
λυκειάρχης, μεραρχία, μοίραρχος, νομάρχης, πατριαρχείο, πατριάρχης, πειθαρχία,
πλοίαρχος, σταθμάρχης, στρατάρχης, ταξιαρχία, υπαρκτός, ύπαρξη, υπαρχηγός,
φεουδαρχία, φεουδαρχικός.
νομοθέτου < νόμος + τίθημι
νομοθέτου < νόμος + τίθημι
α) νόμος < νέμω: αγορανομία, ανομία, απονομή, αστυνομία, αστυνομικός,
αστυνόμος, αυτονομία, αυτόνομος, δασονομία, δασονόμος, διανομέας, διανομή,
εξοικονόμηση, κατανομή, νέμεση, νομαδικός, νομική, νομικός, νόμισμα,
νομισματικός, νομοθεσία, νομοθέτης, νομομαθής, νομός, νόμος, νομοσχέδιο,
νομοταγής, οικονομία, οικονόμος, παρανομία, παράνομος, ταξινόμηση, τροχονόμος,
υπόνομος, χειρονομία.
β) τίθημι (θ. θη-· με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό θί-θη-· με ανομοίωση > τί-θη-· με κατάληξη –μι > τίθημι· θ. θε-, ασθενές): αδιαθεσία, αντίθετος, απόθεμα, αποθηκάριος, αποθήκη, διάθεση, διαθήκη, έκθεμα, έκθεση, εκθέτης, έκθετος, εμπρόθετος, επίθεση, επιθετικός, θέμα, θεμέλιο, θεμελιώδης, θέση, θεσμός, θετός, θήκη, καταθέτης, νουθεσία, παράθεμα, παράθεση, παρακαταθήκη, πρόσθετος, σύνθεση, συνθετικός, σύνθετος, συνθήκη, τοποθεσία, υιοθεσία.
β) τίθημι (θ. θη-· με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό θί-θη-· με ανομοίωση > τί-θη-· με κατάληξη –μι > τίθημι· θ. θε-, ασθενές): αδιαθεσία, αντίθετος, απόθεμα, αποθηκάριος, αποθήκη, διάθεση, διαθήκη, έκθεμα, έκθεση, εκθέτης, έκθετος, εμπρόθετος, επίθεση, επιθετικός, θέμα, θεμέλιο, θεμελιώδης, θέση, θεσμός, θετός, θήκη, καταθέτης, νουθεσία, παράθεμα, παράθεση, παρακαταθήκη, πρόσθετος, σύνθεση, συνθετικός, σύνθετος, συνθήκη, τοποθεσία, υιοθεσία.
οἰκούντων < οἰκέω -ῶ < οἶκος < Fοικ-ος: αδιοίκητος, αποικία, αποικισμός,
αποικιστικός, άποικος, διοίκηση, διοικητήριο, διοικητής, διοικητικός, ένοικος,
έποικος, ιδιοκατοίκηση, κατοικήσιμος, κατοικία, κάτοικος, μετοίκηση, μέτοικος,
μονοκατοικία, οικέτης, οίκημα, οίκηση, οικία, οικισμός, οικιστικός, οικογένεια,
οικοδεσπότης, οικολογία, οικονομία, οικόπεδο, οίκος, οικόσημα, οικόσιτος,
οικοσκευή, οικότροφος, οικουμένη, παροικία, πάροικος, περίοικος, πολυκατοικία,
συγκατοίκηση, συγκάτοικος, συνδιοίκηση, συνένοικος, συνοίκηση, συνοικία,
σύνοικος.
συγκειμένων < σὺν +
κεῖμαι: (παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του «τίθεμαι».
θ. κει-, κε-· με μετάπτωση κοι-): αντικειμενικός, αντικειμενικότητα,
αντικείμενο, διακειμενικός, διακειμενικώς, επικείμενος, κειμενικός, κείμενο,
κειμενογράφος, κειμήλιο, κοίτασμα, κοίτη, κοιτίδα, κοιτώνας, κώμα, κωματώδης,
κωμόπολη, παρακείμενος, προκείμενος, προσκείμενος, υποκειμενικός,
υποκειμενικότητα, υποκείμενο.
συνεστώτων < σὺν + ἵσταμαι (θ. στη-, στα-· με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σί- στη- + κατάληξη –μι και με τροπή του σ σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία, ακατάστατος, αμαξοστάσιο, αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης, απόστημα, αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, διάσταση, διάστημα, έκσταση, εκστατικός, ένσταση, επαναστάτης, επαναστατικός, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος, επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστιοφόρο, ιστός, κατάσταση, καταστατικό, μεταστατικός, μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης, παραστατικός, παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση, σταθερός, σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος, στασιμότητα, στατήρας, στατικός, σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, σύσταση, συστατικός, υπόσταση.
συνεστώτων < σὺν + ἵσταμαι (θ. στη-, στα-· με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σί- στη- + κατάληξη –μι και με τροπή του σ σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία, ακατάστατος, αμαξοστάσιο, αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης, απόστημα, αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, διάσταση, διάστημα, έκσταση, εκστατικός, ένσταση, επαναστάτης, επαναστατικός, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος, επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστιοφόρο, ιστός, κατάσταση, καταστατικό, μεταστατικός, μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης, παραστατικός, παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση, σταθερός, σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος, στασιμότητα, στατήρας, στατικός, σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, σύσταση, συστατικός, υπόσταση.
μορίων < μείρομαι (θ. σμερ-· με έκπτωση του σ > μερ- + πρόσφυμα j + κατάληξη
–ομαι > μερjομαι· με αφομοίωση του j από το ρ, με απλοποίηση και
αναπληρωματική έκταση > μέρρομαι > μείρομαι): άμοιρος, ανωμερίτης,
δύσμοιρος, επιμερισμός, κακόμοιρος, καταμερισμός, κατωμερίτης, μεμψίμοιρος,
μερίδα, μερίδιο, μερικός, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιραίος, μοίραρχος, μοιρασιά,
μοίρασμα, μοιρογνωμόνιο, μοιρολατρία, μοιρολόγι, παράμερος, συμμορία.
χρὴ < χρή, ἡ (= ανάγκη, χρεία), θ. χρή-: αχρείαστος, άχρηστος,
τοκοχρεολύσια, χρεία, χρειώδης, χρεόγραφο, χρεοκοπία, χρεολύσιο, χρεοπίστωση,
χρέος, χρεοστάσιο, χρεοφειλέτης, χρεώστης, χρήμα, χρηματαγορά, χρηματαποστολή,
χρηματικός, χρηματοπιστωτικό.
καλεῖν < καλέ-ω >
καλῶ (ρ. καλ-· με μετάθεση > κλα-· με έκταση >
κλη-. Ο ενεστώτας σχηματίζεται από το θέμα καλ- + το πρόσφυμα ε, την κατάληξη
–ω και με συναίρεση > καλῶ. Ο χαρακτήρας ε διατηρείται πριν από το σ της
κατάληξης > καλέ-σω, καλέ-σομαι): απροσκάλεστος, έγκλημα, εγκληματικός,
εκκλησία, έκκλητος, κλήση, κλητήρας, κλητήριο, κλητική, κλητός, παράκληση,
παράκλητος, παρεκκλήσι, προκλητικός, συγκλητικός, σύγκλητος.
ὁμολογοῦσι < ὁμολογέ-ω
> ὁμολογῶ < ὁμόλογος < ὁμοῦ + λέγω: αναλογία, αναλογικός, ανείπωτος, απολογητικός, απολογία,
απόρρητος, διάλεκτος, διάλεξη, διαλογή, διαλογικός, διάλογος, δυσλεκτικός,
δυσλεξία, έλλογος, επικός, επιλεκτικός, επίλεκτος, επιλογή, επίλογος, επίρρημα,
έπος, ιδιόλεκτος, κυριολεκτικός, κυριολεξία, λεκτικός, λέξη, λεξικό,
λεξικογράφος, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λογική, λογικός, λόγος, μονολεκτικός,
μονόλογος, ομολογία, παράλογος, παρρησία, πρόλογος, ρήμα, ρήση, (το) ρητό,
ρήτορας, ρητορικός, ρητός, ρήτρα, συλλογή, συλλογικός, σύλλογος, συνδιάλεξη,
υπόλογος.
δημοκρατίᾳ < δῆμος + κρατέω -ῶ
δημοκρατίᾳ < δῆμος + κρατέω -ῶ
α) δῆμος: αδημοσίευτος, αναδημοσίευση, αντιδημοτικός, δημαγωγός,
δημαρχείο, δήμαρχος, δημιουργία, δημοπρασία, δημοπράτηση, δήμος, δημοσίευμα,
δημοσίευση, δημοσιογραφία, δημοσιογράφος, δημοσιονομικός, δημόσιος,
δημοσκόπηση, δημότης, δημοτικισμός, δημοτικός, δημοτικότητα, δημοτολόγιο,
δημοφιλής, δημοψήφισμα, επιδημία, πανδημία, συνδημότης.
β) κρατέω -ῶ > κρατῶ
< κράτος (ρ. κρα- + j + ω > κράνjω > κραίνω. θ.
κρατέσ-ω· με αποβολή του σ μεταξύ των φωνηέντων και συναίρεση > κρατῶ):
ακράτεια, ακράτητος, ασυγκράτητος, αυτοκράτορας, αυτοκρατορικός, εγκράτεια,
εγκρατής, επικράτεια, επικράτηση, κατακράτηση, κλειδοκράτορας, κοσμοκράτορας,
κράτημα, κράτηση, κρατητήριο, κρατικός, κράτος, παρακράτηση, συγκράτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιο σας θα δημοσιευτεί μετά από έγκριση του διαχειριστή. Ευχαριστούμε!