Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΝ. 11 - 15

Ενότητα 11η

πόλις: αντιπολίτευση, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, κοινοπολιτεία, κωμόπολη, μεταπολίτευση, πόλη, πολιούχος, πολιτεία, πολιτειακός, πολιτευτής, πολίτης, πολιτικάντης, πολιτικολογία, πολιτικοποίηση, πολιτικός, πολιτισμικός, πολιτισμός, συμπολίτης.
ὁρῶμεν < ὁράω -ῶ: (θ. Foρᾱ- > ὁρᾱ-ω > ὁρῶ· θ. ὀπ- + σο + μαι > ὄψομαι· θ. Fιδ- > ἔ - Fιδ- ον > εἶδον με αποβολή του F και συναίρεση. Ο παρατατικός προέκυψε από αύξηση η: ἠ- Fορᾱ- ον· με αποβολή του F και αντιμεταχώρηση των φωνηέντων > ἐώραον· με δάσυνση του  από επίδραση του ενεστώτα και συναίρεση > ἑώρων. Ο παρακείμενος σχηματίζεται από: Fε-Fόρα-κα· με δάσυνση του πρώτου F και αποβολή του δεύτερου > ἑ-όρα-κα· με έκταση > ἑώρακα. Ο δεύτερος τύπος παρακειμένου: ὀπ- μαι· με χρονική αύξηση και αφομοίωση τουπ σε μ > ὦμμαι): αδιόρατος, αντικατοπτρισμός, αόμματος, αόρατος, αυτόπτης, αυτοψία, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, ενόραση, επόπτης, εποπτικός, θεόρατος, θυρωρός, ιδανικός, ιδέα, ιδεατός, ιδεολογία, ιδεολογικός, ιδεολόγος, κάτοπτρο, κάτοψη, μέτωπο, όμμα, οπή, οπτικός, όραμα, οραματιστής, όραση, ορατός, οφθαλμός, όψη, πανόραμα, παρόραμα, παρωπίδα, πρόσοψη, προσωπίδα, πρόσωπο, συνοπτικός, τηλεόραση, ύποπτος, υποψία.
κοινωνίαν < κοινωνὸς < κοινός: επικοινωνία, κοινό (το), κοινόβιο, κοινοβούλιο, κοινοκτημοσύνη, κοινοποίηση, κοινοπολιτεία, κοινοπραξία, κοινότητα, κοινοτικός, κοινοτοπία, κοινόχρηστος, κοινωνικός, κοινωνικότητα, κοινωνιολογία, κοινωφελής, συγκοινωνία.
οὖσαν, εἶναι, ἐστὶν < εἰμὶ (ρ. ἐσ-, μι-κατάληξη· με αφομοίωση > ἐμ-μὶ· με απλοποίηση και αντέκταση > εἰμί): ανούσιος, απόν, απουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ομοούσιος, ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν (το), παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος, τω όντι.
συνεστηκυῖαν < σὺν + ἕστηκα < ἵσταμαι (θ. στη- και στᾰ-. Ο ενεστώτας σχηματίστηκε από τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σι-, το θέμα στη- και την κατάληξη –μι > σί-στη-μι· το σ τρέπεται σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία, ακατάστατος, αμαξοστάσιο, αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα, αντικατάσταση, αντικαταστάτης, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης, απόστημα, αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, άστατος, ασυστηματοποίητος, διάσταση, διάστημα, έκσταση, ένσταση, επαναστάτης, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος, επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστίο, ιστός, κατάσταση, καταστατικό, μεταστατικός, μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης, παραστατικός, παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση, σταθερός, σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος, στασιμότητα, στατήρας, στατικός, σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, σύσταση, συστατικός, σύστημα, συστηματικός, υπόσταση.
δοκοῦντος < δοκέω -ῶ: αδόκητος, αδοκήτως, αδόκιμος, άδοξος, αισιοδοξία, αισιόδοξος, απαισιοδοξία, απαισιόδοξος, απροσδόκητος, δόγμα, δογματικός, δογματικότητα, δογματισμός, δοκάνη, δοκησίσοφος, δοκιμασία, δοκιμή, δοκίμιο, δοκιμιογράφος, δόκιμος, δόξα, δοξασία, δοξαστικός, δοξολογία, ένδοξος, επίδοξος, κενόδοξος, ματαιοδοξία, ματαιόδοξος, μισαλλοδοξία, μισαλλόδοξος, ορθόδοξος, παραδοξολογία, παράδοξος, προσδοκία, προσδόκιμος, φιλοδοξία, φιλόδοξος.
πράττουσι < πράττω (θ. πραγ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ω > πράττω / πράσσω. Όλα τα λήγοντα σε -ᾰττω ρήματα έχουν το  βραχύχρονο. Από τον κανόνα εξαιρείται το πράττω, καθώς έχει το  μακρόχρονο): αδιαπραγμάτευτος, αντίπραξη, απράγμων, άπρακτος, απραξία, διαπραγμάτευση, διάπραξη, εισπράκτορας, είσπραξη, εμπράγματος, έμπρακτος, εχθροπραξία, κοινοπραξία, πράγμα, πραγματεία, πράγματι, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνώμων, πραγματοποίηση, πραγματοποιήσιμος, πρακτέος, πρακτικό, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, πραμάτεια, πράξη, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, σύμπραξη.
δῆλον < δηλόω -ῶ: άδηλος, αδήλωτος, δηλαδή, δήλωση, δηλωτικός, διαδήλωση, έκδηλος, εκδήλωση, εκδηλωτικός, κατάδηλος (=ολοφάνερος), πρόδηλος, συνυποδήλωση.
στοχάζονται < στόχος (θ. στοχαδ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ομαι > στοχάζομαι): αστόχαστος, αστοχία, άστοχος, βαθυστόχαστος, ευστοχία, εύστοχος, στοχασμός, στοχαστής, στοχαστικός, στόχαστρο, στόχευση, στοχοθεσία, στοχοποίηση, στόχος.
κυριωτάτου < κύριος: άκυρος, ακύρωση, έγκυρος, εγκυρότητα, επικύρωση, κυρία, κυριακάτικος, Κυριακή, κυριαρχία, κυρίαρχος, κυρίευση, κυριολεκτικός, κυριολεξία, κυριότητα, κύρος.
περιέχουσα <περὶ + ἔχω (θ. σεχ-, ἑχ-, σχ-, σχε-> σχη-): ανακωχή, αποχή, άσχετος, άσχημος, ενοχικός, έξη, εξής, εξοχή, έξοχος, κατεχόμενα, κατοχικός, παροχή, πάροχος, περιεχόμενο, περιοχή, πολιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχηματικός, σχολείο, σχολή, σχόλη, υπέροχος.

καλουμένη < καλέομαι -οῦμαι: αμετάκλητος, ανάκληση, ανακλητικός, ανακλητός, απρόσκλητος, αυτόκλητος, έγκλημα, εγκληματίας, εγκληματικός, εγκληματολόγος, έγκληση, έκκληση, εκκλησία, εκκλησιαστικός, έκκλητος, επίκληση, κάλεσμα, κλήση, κλητήρας, κλητήριος, κλητικός, κλητός, μετάκληση, μετακλητός, παράκληση, παρακλητικός, παράκλητος, πρόκληση, προκλητικός, πρόσκληση, προσκλητήριο, σύγκληση, συγκλητικός, σύγκλητος.


Ενότητα 15η

Ἐπισκοποῦντι, σκέψις, σκεπτέον < σκοπέω -ῶ (θ. σκεπ- + πρόσφυμα τ + κατάληξη –ομαι > σκέπτομαι· με ετεροίωση του ε σε ο + πρόσφυμα ε + κατάληξη –ω > σκοπέω· με συναίρεση > σκοπῶ): ακτινοσκόπηση, ανασκόπηση, απερίσκεπτος, άσκοπος, αυτοσκοπός, βιντεοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, βυθοσκόπηση, δημοσκόπηση, ειδωλοσκόπιο, επιδιασκόπιο, επίσκεψη, επισκέψιμος, επισκόπηση, επίσκοπος, καιροσκόπος, κατασκοπία, κατάσκοπος, κερδοσκοπία, κερδοσκόπος, μικροσκόπιο, οιωνοσκόπος, περίσκεψη, περισκόπιο, προεπισκόπηση, προσκοπισμός, πρόσκοπος, σκεπτικισμός, σκεπτικός, σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, σκόπιμος, σκοπιμότητα, σκοπιωρός, σκοποβολή, σκοπός, στηθοσκόπιο, συνδιάσκεψη, σύσκεψη, τηλεσκόπιο, ωροσκόπιο, ωροσκόπος.
πόλις: αντιπολίτευση, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, κοινοπολιτεία, κωμόπολη, μεταπολίτευση, πόλη, πολιούχος, πολιτεία, πολιτειακός, πολιτευτής, πολίτης, πολιτικάντης, πολιτικολογία, πολιτικοποίηση, πολιτικός, πολιτισμικός, πολιτισμός, συμπολίτης.
ἰδεῖν, ὁρῶμεν < ὁράω -ῶ (θ. Foρᾱ- > ὁρᾱ-ω > ὁρῶ· θ. ὀπ- + σο + μαι > ὄψομαι· θ. Fιδ- > ἔ - Fιδ- ον > εἶδον με αποβολή του F και συναίρεση. Ο παρατατικός προέκυψε από αύξηση η: ἠ- Fορᾱ- ον· με αποβολή του F και αντιμεταχώρηση των φωνηέντων > ἐώραον· με δάσυνση του  από επίδραση του ενεστώτα και συναίρεση > ἑώρων. Ο παρακείμενος σχηματίζεται από: Fε-Fόρα-κα· με δάσυνση του πρώτου F και αποβολή του δεύτερου > ἑ-όρα-κα· με έκταση > ἑώρακα. Ο δεύτερος τύπος παρακειμένου: ὀπ- μαι· με χρονική αύξηση και αφομοίωση του π σε μ > ὦμμαι): αδιόρατος, αντικατοπτρισμός, αόμματος, αόρατος, αυτόπτης, αυτοψία, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, ειδώλιο, είδωλο, ενόραση, εποπτικός, θεόρατος, θυρωρός, ιδανικός, ιδέα, ιδεατός, ιδεολογία, ιδεολόγος, ιδεώδης, κάτοπτρο, κάτοψη, μέτωπο, όμμα, οπή, οπτικός, όραμα, όραση, ορατός, οφθαλμίατρος, οφθαλμός, όψη, πανόραμα, πανοραμικός, παρόραμα, παρωπίδα, προσωπίδα, πρόσωπο, συνοπτικός, τηλεόραση, ύποπτος, υποψία.
ἐστιν < εἰμὶ (ρ. ἐσ-, μι-κατάληξη· με αφομοίωση > ἐμ-μὶ· με απλοποίηση και αντέκταση > εἰμί): ανούσιος, απόν, απουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, μετουσίωση, ομοούσιος, ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν (το), παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος, τω όντι.
ἀμφισβητοῦσιν < ἀμφισβητέω-ῶ < ἀμφὶς (ποιητική πρόθεση = χωριστά, γύρω) + θ. βη- του ρ. βαίνω + προσφύματα τ και ε + κατάληξη –ω > ἀμφισβητέω > ἀμφισβητῶ (με αύξηση εσωτερική και εξωτερική: ἠμφεσβήτουν): αδιαμφισβήτητος, ακροβάτης, αμφισβήτηση, αμφισβητήσιμος, αμφισβητίας, ανάβαση, αναβάτης, αναμφισβήτητος, βάδην, βαθμός, βάθρο, βάση, βατήρας, βατός, βήμα, βηματοδότης, βωμός, διάβαση, διαβάτης, δύσβατος, έμβασμα, επιβάτης, κατάβαση, παραβάτης, πρόσβαση.
φάσκοντες < φημὶ (θ. φη-, φᾰ-, φᾱ-· με ετεροίωση > φω-): αντίφαση, αντιφατικός, απόφαση, αποφατικός, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση, δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, πρόσφατος, πρόφαση, προφητεία, προφήτης, φάση, φήμη, φημολογία.
πεπραχέναι, πρᾶξιν, πραγματείαν < πράττω (θ. πραγ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ω > πράττω / πράσσω. Όλα τα λήγοντα σε -ᾰττω ρήματα έχουν το  βραχύχρονο. Από τον κανόνα εξαιρείται το πράττω, καθώς έχει το μακρόχρονο): αδιαπραγμάτευτος, αντίπραξη, άπραγος, άπρακτος, απραξία, διαπραγμάτευση, διάπραξη, εισπράκτορας, είσπραξη, έμπρακτος, εχθροπραξία, κοινοπραξία, πεπραγμένο, πολυπράγμων, πράγμα, πραγματεία, πράγματι, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πραγματογνώμονας, πραγματολογία, πραγματοποίηση, πρακτέος, πρακτικό, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, πραμάτεια, πράξη, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, σύμπραξη.
ὀλιγαρχία < ὀλίγος + ἄρχω: αναρχία, αναρχικός, ανυπαρξία, αρχαϊκός, αρχαίος, αρχαιότητα, αρχάριος, αρχέγονος, αρχείο, αρχέτυπος, αρχή, αρχηγείο, αρχηγία, αρχηγός, αρχίατρος, αρχικός, αρχιμάγειρας, αρχιτέκτονας, αρχομανής, αρχομανία, αρχονταρίκι, άρχοντας, αρχοντικός, γυμνασιάρχης, δασαρχείο, δασάρχης, δυαρχία, εναρκτήριος, έναρξη, επαρχία, έπαρχος, εργοστασιάρχης, ληξίαρχος, λήσταρχος, λυκειάρχης, μεραρχία, μοίραρχος, νομάρχης, πατριαρχείο, πατριάρχης, πειθαρχία, πλοίαρχος, σταθμάρχης, στρατάρχης, ταξιαρχία, υπαρκτός, ύπαρξη, υπαρχηγός, φεουδαρχία, φεουδαρχικός.

νομοθέτου < νόμος + τίθημι
α) νόμος < νέμω: αγορανομία, ανομία, απονομή, αστυνομία, αστυνομικός, αστυνόμος, αυτονομία, αυτόνομος, δασονομία, δασονόμος, διανομέας, διανομή, εξοικονόμηση, κατανομή, νέμεση, νομαδικός, νομική, νομικός, νόμισμα, νομισματικός, νομοθεσία, νομοθέτης, νομομαθής, νομός, νόμος, νομοσχέδιο, νομοταγής, οικονομία, οικονόμος, παρανομία, παράνομος, ταξινόμηση, τροχονόμος, υπόνομος, χειρονομία.

β) τίθημι (θ. θη-· με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό θί-θη-· με ανομοίωση > τί-θη-· με κατάληξη –μι > τίθημι· θ. θε-, ασθενές): αδιαθεσία, αντίθετος, απόθεμα, αποθηκάριος, αποθήκη, διάθεση, διαθήκη, έκθεμα, έκθεση, εκθέτης, έκθετος, εμπρόθετος, επίθεση, επιθετικός, θέμα, θεμέλιο, θεμελιώδης, θέση, θεσμός, θετός, θήκη, καταθέτης, νουθεσία, παράθεμα, παράθεση, παρακαταθήκη, πρόσθετος, σύνθεση, συνθετικός, σύνθετος, συνθήκη, τοποθεσία, υιοθεσία.
οἰκούντων < οἰκέω -ῶ < οἶκος < Fοικ-ος: αδιοίκητος, αποικία, αποικισμός, αποικιστικός, άποικος, διοίκηση, διοικητήριο, διοικητής, διοικητικός, ένοικος, έποικος, ιδιοκατοίκηση, κατοικήσιμος, κατοικία, κάτοικος, μετοίκηση, μέτοικος, μονοκατοικία, οικέτης, οίκημα, οίκηση, οικία, οικισμός, οικιστικός, οικογένεια, οικοδεσπότης, οικολογία, οικονομία, οικόπεδο, οίκος, οικόσημα, οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος, οικουμένη, παροικία, πάροικος, περίοικος, πολυκατοικία, συγκατοίκηση, συγκάτοικος, συνδιοίκηση, συνένοικος, συνοίκηση, συνοικία, σύνοικος.
συγκειμένων < σὺν + κεῖμαι: (παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του «τίθεμαι». θ. κει-, κε-· με μετάπτωση κοι-): αντικειμενικός, αντικειμενικότητα, αντικείμενο, διακειμενικός, διακειμενικώς, επικείμενος, κειμενικός, κείμενο, κειμενογράφος, κειμήλιο, κοίτασμα, κοίτη, κοιτίδα, κοιτώνας, κώμα, κωματώδης, κωμόπολη, παρακείμενος, προκείμενος, προσκείμενος, υποκειμενικός, υποκειμενικότητα, υποκείμενο.

συνεστώτων < σὺν + ἵσταμαι (θ. στη-, στα-· με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σί- στη- + κατάληξη –μι και με τροπή του σ σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία, ακατάστατος, αμαξοστάσιο, αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης, απόστημα, αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, διάσταση, διάστημα, έκσταση, εκστατικός, ένσταση, επαναστάτης, επαναστατικός, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος, επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστιοφόρο, ιστός, κατάσταση, καταστατικό, μεταστατικός, μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης, παραστατικός, παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση, σταθερός, σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος, στασιμότητα, στατήρας, στατικός, σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, σύσταση, συστατικός, υπόσταση.
μορίων < μείρομαι (θ. σμερ-· με έκπτωση του σ > μερ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ομαι > μερjομαι· με αφομοίωση του j από το ρ, με απλοποίηση και αναπληρωματική έκταση > μέρρομαι > μείρομαι): άμοιρος, ανωμερίτης, δύσμοιρος, επιμερισμός, κακόμοιρος, καταμερισμός, κατωμερίτης, μεμψίμοιρος, μερίδα, μερίδιο, μερικός, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιραίος, μοίραρχος, μοιρασιά, μοίρασμα, μοιρογνωμόνιο, μοιρολατρία, μοιρολόγι, παράμερος, συμμορία.
χρὴ < χρή, ἡ (= ανάγκη, χρεία), θ. χρή-: αχρείαστος, άχρηστος, τοκοχρεολύσια, χρεία, χρειώδης, χρεόγραφο, χρεοκοπία, χρεολύσιο, χρεοπίστωση, χρέος, χρεοστάσιο, χρεοφειλέτης, χρεώστης, χρήμα, χρηματαγορά, χρηματαποστολή, χρηματικός, χρηματοπιστωτικό.
καλεῖν < καλέ-ω > καλῶ (ρ. καλ-· με μετάθεση > κλα-· με έκταση > κλη-. Ο ενεστώτας σχηματίζεται από το θέμα καλ- + το πρόσφυμα ε, την κατάληξη –ω και με συναίρεση > καλῶ. Ο χαρακτήρας ε διατηρείται πριν από το σ της κατάληξης > καλέ-σω, καλέ-σομαι): απροσκάλεστος, έγκλημα, εγκληματικός, εκκλησία, έκκλητος, κλήση, κλητήρας, κλητήριο, κλητική, κλητός, παράκληση, παράκλητος, παρεκκλήσι, προκλητικός, συγκλητικός, σύγκλητος.
ὁμολογοῦσι < ὁμολογέ-ω > ὁμολογῶ < ὁμόλογος < ὁμοῦ + λέγω: αναλογία, αναλογικός, ανείπωτος, απολογητικός, απολογία, απόρρητος, διάλεκτος, διάλεξη, διαλογή, διαλογικός, διάλογος, δυσλεκτικός, δυσλεξία, έλλογος, επικός, επιλεκτικός, επίλεκτος, επιλογή, επίλογος, επίρρημα, έπος, ιδιόλεκτος, κυριολεκτικός, κυριολεξία, λεκτικός, λέξη, λεξικό, λεξικογράφος, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λογική, λογικός, λόγος, μονολεκτικός, μονόλογος, ομολογία, παράλογος, παρρησία, πρόλογος, ρήμα, ρήση, (το) ρητό, ρήτορας, ρητορικός, ρητός, ρήτρα, συλλογή, συλλογικός, σύλλογος, συνδιάλεξη, υπόλογος.

δημοκρατίᾳ < δῆμος + κρατέω -ῶ
α) δῆμος: αδημοσίευτος, αναδημοσίευση, αντιδημοτικός, δημαγωγός, δημαρχείο, δήμαρχος, δημιουργία, δημοπρασία, δημοπράτηση, δήμος, δημοσίευμα, δημοσίευση, δημοσιογραφία, δημοσιογράφος, δημοσιονομικός, δημόσιος, δημοσκόπηση, δημότης, δημοτικισμός, δημοτικός, δημοτικότητα, δημοτολόγιο, δημοφιλής, δημοψήφισμα, επιδημία, πανδημία, συνδημότης.

β) κρατέω -ῶ > κρατῶ < κράτος (ρ. κρα- + j + ω > κράνjω > κραίνω. θ. κρατέσ-ω· με αποβολή του σ μεταξύ των φωνηέντων και συναίρεση > κρατῶ): ακράτεια, ακράτητος, ασυγκράτητος, αυτοκράτορας, αυτοκρατορικός, εγκράτεια, εγκρατής, επικράτεια, επικράτηση, κατακράτηση, κλειδοκράτορας, κοσμοκράτορας, κράτημα, κράτηση, κρατητήριο, κρατικός, κράτος, παρακράτηση, συγκράτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιο σας θα δημοσιευτεί μετά από έγκριση του διαχειριστή. Ευχαριστούμε!