Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΑΝΤΙΘΕΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 18-21

Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΛΥΣΙΟΥ, ΜΑΝΤΙΘΕΟΣ 18-21

Α.  Διδαγμένο Κείμενο
 
          1. Λοιπόν δεν παραμέλησα ποτέ μέχρι τώρα καμία από τις άλλες εκστρατείες και φυλάξεις φρουρίων, αλλά όλον τον καιρό διαρκώς μεταξύ των πρώτων εξεστράτευα και μαζί με τους τελευταίους υποχωρούσα.  Και βέβαια πρέπει με βάση τέτοιου είδους πράξεις να κρίνετε όσους αναμειγνύονται στα πολιτικά με φιλοτιμία και ευπρέπεια, και όχι αν κάποιος έχει μακριά μαλλιά, γι’ αυτόν τον λόγο να τον μισείτε  γιατί τέτοιου είδους συνήθειες δεν βλάπτουν ούτε τους πολίτες ούτε τις αρχές της πόλεως, ενώ από αυτούς που θέλουν να ριψοκινδυνεύουν πολεμώντας εναντίον των εχθρών, όλοι εσείς ανεξαιρέτως ωφελείσθε.  Επομένως δεν αξίζει, κύριοι βουλευτές, ούτε να αγαπάτε ούτε να μισείτε κανένα από την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά από τα έργα του να τον κρίνετε.

          2.  Ο Μαντίθεος στην πρώτη περίοδο της παραγράφου 18 ολοκληρώνει την αφήγηση της πολεμικής του δράσεως.  Έτσι η περίοδος «τν τοίνυν λλων στρατειν…ναχωρν» λειτουργεί, τρόπον τινά, ως επίλογος ενός ευρύτερου κεφαλαίου (§§ 13 - 17), που αναφέρεται στην υποδειγματική στρατιωτική του συμπεριφορά.  Συγχρόνως αποτελεί και το τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο του λόγου.  Η υποδειγματική στάση του Μαντιθέου υπογραμμίζεται:

α)  από τον βαθμό της συμμετοχής του στις εκστρατείες και φρουρές («τν τοίνυν…οδεμις πελείφθην πώποτε») 

β)  από τη διάρκεια της συμμετοχής του που εκφράζεται με το ρήμα και τον επιρρηματικό προσδιορισμό του χρόνου («πάντα τν χρόνον διατετέλεκα τς ξόδους ποιούμενος») 

γ)  από την ποιότητα της συμμετοχής του, που εκφράζεται με την αντίθεση «μετά τν πρώτων μέν τάς ξόδους ποιούμενος, μετά τν τελευταίων δέ ναχωρν».

    
          2.  Ο Μαντίθεος επισημαίνει ότι οι βουλευτές έχουν ηθικό χρέος να αξιολογούν όσους μετέχουν ενεργά στην πολιτική ζωή από τις έμπρακτες εκδηλώσεις της πατριωτικής τους δράσης και όχι από την εξωτερική τους εμφάνιση.  Κατ’ αυτόν η ουσία της δοκιμασίας δεν είναι η εξωτερική εμφάνιση του δοκιμαζομένου, αλλά η προσφορά του προς την πατρίδα. 
          Ιδιαίτερο νοηματικό βάρος έχει ο εμπρόθετος «κ τν τοιούτων», διότι:
i)  συνδέει νοηματικά με τα προηγούμενα 
ii)  αποτελεί το μέτρο αξιολογήσεως του πολίτη 
iii)  συνιστά τη βασική προϋπόθεση του «φιλοτίμως καί κοσμίως πολιτεύεσθαι», στο οποίο αποσκοπεί η δοκιμασία.
          Περαιτέρω ιδιαίτερη νοηματική βαρύτητα αποκτά και η απρόσωπη έκφραση «οκ ξιον (στι)», καθώς υποκρύπτει μία σύγκριση – αντίθεση ανάμεσα στους πολλούς και στους βουλευτές αναφορικά με το κριτήριο αξιολόγησης.  Η αντίθεση αυτή καθίσταται αισθητή με την αντιδιαστολή συναισθήματος (που εκφράζεται με τα απαρέμφατα «φιλεν» και «μισεν») – λογικής (που εκφράζεται με το απαρέμφατο «σκοπεν»).  Κατά τον ρήτορα, δεν αρμόζει στους βουλευτές να δημιουργούν συμπάθειες ή αντιπάθειες παρασυρόμενοι από την εμφάνιση ενός ανθρώπου, αλλά οφείλουν να κρίνουν από τις πράξεις του.  Έχουν δηλαδή ηθικό και νομικό καθήκον να αξιολογούν με βάση τη λογική και όχι με βάση το συναίσθημα.  Άλλωστε η αισθητική εμπεριέχει έντονα το υποκειμενικό στοιχείο, γι’ αυτό και διαφοροποιείται ανάλογα με τον τόπο, τον χρόνο, την ηλικία και άλλους παράγοντες και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελεί μέτρο κρίσεως.  Τα καλά έργα όμως που προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο συνιστούν αντικειμενικό μέτρο κρίσεως του πολίτη.
          Η υπεροχή της λογικής σε σχέση με το συναίσθημα τεκμηριώνεται στην τελευταία ημιπερίοδο με την αντίθεση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και στο «εναι».  Τα φαινόμενα συνήθως απατούν.  Πολλοί πίσω από μία κόσμια εμφάνιση κρύβουν την κακότητα της ψυχής και τη μοχθηρία του χαρακτήρα τους.  Ενδιαφέρονται για το φαίνεσθαι και όχι για το είναι.   

          3. α) Ο Μαντίθεος ολοκληρώνει την απολογία υποβάλλοντας στους βουλευτές μία δεύτερη ρητορική ερώτηση που προσδίδει στον λόγο έμφαση και ζωηρότητα.  Είναι καταφατική και ισοδυναμεί με έντονη άρνηση τι δέ οδέν ν τος τοιούτοις χθοισθε;»).  Ο ρήτορας με ευθύ και έντονο τρόπο χαρακτηρίζει αδικαιολόγητη την ενόχληση που αισθάνονταν ορισμένοι για νέους πολίτες που αρέσκονταν στην ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική κονίστρα.  Τονίζει στους βουλευτές ότι δεν υπάρχει λόγος να δυσανασχετούν με τέτοιους πολίτες, τους οποίους οι ίδιοι παρακίνησαν με τη στάση τους να αναμειχθούν στη διαχείριση των κοινών, και τους οποίους, άλλωστε, είχαν τη δυνατότητα να τους κρίνουν με τον θεσμό της δοκιμασίας.

β) Κριτήριο μας δεν πρέπει να είναι η εμφάνιση, αλλά οι πράξεις, γιατί πολλοί που φροντίζουν την εμφάνισή τους βλάπτουν τους άλλους, ενώ άλλοι που αμελούν την εμφάνιση ωφελούν. Ο Μαντίθεος είχε μακριά μαλλιά και αυτό στην Αθήνα της εποχής ήταν δείγμα ολιγαρχικών /φιλοσπαρτατικών πολιτικών πεποιθήσεων.

          4.  Προοίμιον είναι η αρχή του ρητορικού λόγου.  Σύντομα ο ρήτορας ενημερώνει τον ακροατή επί του θέματος και προσπαθεί να εξασφαλίσει την εύνοια και την προσοχή του.  Σπανίως ρητορικός λόγος αρχίζει χωρίς κάποιο είδος προοιμίου.  Μετά το προοίμιο ακολουθεί συνήθως η πρόθεσις, σύντομη δηλαδή έκθεση του θέματος.
          Με τον επίλογο συνήθως επιδιώκονται δύο κυρίως σκοποί, η ανάμνηση, που επιτυγχάνεται με μια συντομότατη ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων του λόγου και η παθοποιία που καταλήγει σε προτροπή ή αποτροπή.

          5α.  1-ι, 2-ε, 3-στ, 4-β, 5-α, 6-θ, 7-γ, 8-ζ, 9-δ, 10-η.
          β.  Αρση, έπαρση, άρδην, μετέωρος, αντάρτης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιο σας θα δημοσιευτεί μετά από έγκριση του διαχειριστή. Ευχαριστούμε!